Ο λίγο-πιο-σλανγκ φτωχομπινές. Ή το επίθετο που προκύπτει απ' τον φτωχομπινέ. Επίσης: Φτωχομπινεδιάρικος, φτωχομπινεδιαρισμός.
Πτωχελένη είναι στα αρχαία το φτωχομπινεδιάρικο πουταναρειό.
(Από πρόσφατο λήμμα του Vrastaman, βλ. εδώ).
Ο λίγο-πιο-σλανγκ φτωχομπινές. Ή το επίθετο που προκύπτει απ' τον φτωχομπινέ. Επίσης: Φτωχομπινεδιάρικος, φτωχομπινεδιαρισμός.
Πτωχελένη είναι στα αρχαία το φτωχομπινεδιάρικο πουταναρειό.
(Από πρόσφατο λήμμα του Vrastaman, βλ. εδώ).
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
0 σχόλια