Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:

  • Της λεκάνης τουαλέτας και δη της όρθιας (οθωμανικού τύπου),
  • Του δειλού χέστη, κατά το χεσμεντέν.

Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).

Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)

Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)

(από nick, 03/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Galadriel

το «εκ του αρχαίου» μου άρεσε αχαχααα

#2
Hank

Γουστάρω πεζογραφία Χατζηστεφάνου!

#3
GATZMAN

χε χε χε χεστηκα

#4
Vrastaman

Θνξ!
Το «εκ του αρχαίου» καθιερώνεται!

#5
GATZMAN

To <<εκ του αρχιδέου>> ;

#6
Galadriel

Οι επικλήσεις των αρχαίων δεν είναι τωρινό φαινόμενο στο σλανγκτζιάρ. Να, εδώ π.χ., έχει δύο, από έναν σε κάθε ορισμό, στο ίδιο λήμμα. Χαϊμός οι Μάγιας και οι Σουμέριοι.

Να σημειωθεί επίσης ότι πολλά σοφά ρητά έχουν διατυπωθεί και από τους Κέλτες, Ρωμαίους, Βίκινγκζ, Ίνκας, Ολμέκους, Τολτέκους, Αιγύπτιους, Εσκιμώους και Αβορίγινες. Φημολογείται ότι, όλοι αυτοί, αναφέρονται σε ρητά τους στο χέσιμο.

#7
Ο ΑΛΛΟΣ

[I]Εγώ δε κατάκειμαι πάλαι χεζητιών [...]
Ου γαρ με νυν χέζοντά γ' ουδείς όψεται. [...] Όμως δ' ουν εστιν αποπατητέον.[/I]

Αριστοφάνους Εκκλησιάζουσαι, στ. 313, 322 και 326. Το πρώτο (χεζητιάω -ώ) σημαίνει «προσπαθώ να χέσω». Το τελευταίο (αποπατητέον εστί) δε μεταφράζεται στα νέα ελληνικά, σημαίνει «πρέπει να χέσω» αλλά απρόσωπα (περίπου = il faut chier).