Για τους παλιούς, και κυρίως για τους ανθρώπους της επαρχίας, σημαίνει μυρίζω.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λέξη, καθότι ασυναίσθητα ή εμπειρικά συνδέει τις δύο αυτές συγγενείς αισθήσεις, την ακοή και την όσφρηση, δίνοντας προτεραιότητα στη δεύτερη. Και, πράγματι, την ακούς τη μυρωδιά.

Πιστεύω δε, ότι και η έκφραση την ακούω έχει να κάνει πίσω-πίσω με όλ' αυτά.

- Πω ρε πούστη, πάλι σκορδίλες μπαίνουν από τον φωταγωγό πρωινιάτικα...
- Ιδέα σου είναι, δεν ακούω τίποτα.

Ιντα ακουώ μρε Σηφάτση! (από Vrastaman, 19/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
xalikoutis

Ως Κρητικός εκτός Κρήτης πολλές φορές αντιμετωπίστηκα ως κάποιος που περνούσε τις πύλες του ανεξήγητου όταν έλεγα «ακούω/γροικώ μια μυρωδιά».... προσωπικά προτιμούσα να μας βλέπω ως φορείς μιας κουλτούρας συναισθησίας, ως συλλογικούς Καντίνσκυ ή Μεσσιάεν.

Πέρα από την πλάκα, στην Κρήτη δεν γινόταν χρήση του «μυρίζω» με την έννοια οσφραίνομαι, «μυρίζω» σήμαινε «αποπνέω μυρωδιά».

Επειδή ενδεχομένως η σύγχυση μεταξύ «μυρίζω = οσφραίνομαι βουτσές [κοπρά]» και «μυρίζω = αποπνέω βουτσέα» στάθηκε πολλές φορές αιτία παρεξηγήσεων, ίσως επιφορτίστηκε το «ακούω» με την έννοια του ασφραίνομαι.

Τώρα γιατί απ' τις αισθήσεις προκρίθηκε η ακοή και όχι η γεύση - που είναι επίσης κοντά - έχει μάλλον να κάνει με την απουσία ρήματος [«γεύ-γ-ομαι» σήμαινε «τρώω μεσημεριανό»] και την εμπειρική προτεραιότητα που δόθηκε στον τρόπο λειτουργίας ακοής και όσφρησης που έχουν κοινό τη μετάδοση της αισθητηριακής πληροφορίας από απόσταση και αέρα.

Λέγεται και αλλού το «ακούω/γροικώ - ακούεται/γροικάται» για μυρωδιές;

#2
iron

και εγώ το έχω ακούσει ως επί το πλείστον στην κρήτη, αλλά και από Αιγινίτισσα σίγουρα, καθώς και από αλλού, πού όμως, δεν θυμάμαι .

#3
iron

αχαχα βράστα!

#4
Galadriel

Τιραμισουρεαλιστικός συνειρμός το «πίνω» ως ρήμα για το τσιγάρο.

#5
xalikoutis

γροικώ μωρέ μια μυρωδιά - δε λεω μαλακία - πράμα ναι σάπιο και βρωμεί μέσ' τη Δανιμαρκία

ο άμλετ από την αδύνατη μετάφραση του βιτσέντζου κορνάρου

#6
Vrastaman

Μουαχαχαχαχα ;-)

#7
jesus

χαχαχαχαχα

#8
iron

καλόοο!

#9
iron

λοιπόν, πρέπει να αναθεωρήσω και να ανασκευάσω το λήμμα, αλλά μέχρι να γίνει αυτούνο, διαβάστε εδώ:

«ακούω» σημαίνει αισθάνομαι, νιώθω, αντιλαμβάνομαι, και πρόκειται για αισθήσεις και όχι για συναισθήματα. Δηλαδή (Κρήτη πάλι):

«Άκουσα στην πλάτη μου ένα κρύο / άκουσα την πλάτη μου να κρυώνει»
«Ακούω μια φαγούρα»
κλπ.

Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι η έκφραση «την ακούω» προέρχεται από κει, τελικά.

#10
Ο ΑΛΛΟΣ

Με την έννοια του τελευταίου σχολίου της Ιρονικ δεν το είχα ακούσει. Με την έννοια του λήμματος είναι γνωστό και από άλλα νησιά. Όμως: Αν το καλοσκεφτείτε, σημαίνει κάτι για το οποίο η κοινή νεοελληνική δεν έχει λέξη. Δε σημαίνει «οσφραίνομαι», σημαίνει «μου 'ρχεται μια μυρωδιά». Η διαφορά είναι η ίδια όπως μεταξύ του βλέπω και του κοιτάζω, ή, στα αγγλικά, μεταξύ του hear και του listen -που στα ελληνικά και πάλι δεν υπάρχει, εκτός αν πούμε το listen με σπάνια ρήματα όπως αφουγκράζομαι.

Στην όραση, την ακοή και την όσφρηση μπορεί ένα ερέθισμα να το αντιληφθούμε επειδή έτυχε να πέσει μέσα στο πεδίο μας, ή μπορεί να εστιάσουμε σ' αυτό. Η τυχαία αντίληψη λέγεται: «βλέπω μια εικόνα, ακούω έναν ήχο, ακούω μια μυρωδιά» (πώς αλλιώς να το πεις; «μου μυρίζει», αυτή είναι η εναλλακτική). Η σκόπιμη εστίαση λέγεται κοιάω μια εικόνα, ακούω (ξανά) έναν ήχο, ή αλλιώς αφουγκράζομαι / αφτιάζομαι, μυρίζω / μυρίζομαι / οσφραίνομαι τον αέρα / το φαγητό.

Για τη γεύση και την αφή η γλώσσα μας είναι ακόμη ατελέστερη. Εστίαση στη γεύση = «δοκιμάζω» (τελείως φλου), άντε και το «γεύομαι» που στην πράξη δε χρησιμοποιείται έτσι, τυχαία αντίληψη αφής = «νιώθω», πάλι τελείως φλου. Για τις άλλες δύο περιπτώσεις νιξ.

#11
xalikoutis

α) το μη σκόπιμο του να «ακούς/γροικάς» μια μυρωδιά και η παράμετρος της εστίασης είναι πολύ εύστοχες παρατηρήσεις, ωστόσο, στην Κρήτη το μυρίζω με ενεργητική διάθεση δεν υπάρχει (ακόμα και μετά από επισταμένο μύρισμα, κάποιος λέει «επά γροικάται μια γκζυδίλα» ή δίκην προστακτικής «γροικάς μρε μια γκζυδίλα;»

β) γενικά τα ερεθίσματα από απόσταση που δεν έχουν να κάνουν με όραση αποδίδονται με το ακούω/γροικώ

γ) ωυπάρχει και το «γροικώ ποναλάκια/σουβλιές», «γροικώ μια γκρυγιότη [κρύο]», όχι, όμως, φαγούρα (λέξη που δεν υπάρχει στην Κρήτη), ίσως επειδή είναι σαφέστερη και πιο εστιασμένη συνήθως από τον πόνο αλλά και επειδή - κυρίως - υπάρχει το «με ξ(ι)εί ο πόδας μου» ή συνηθέστερα «με τρώει ο πόδας μου» και ο κώλος μου....

#12
GATZMAN

Η λέξη ακούω, χρησιμοποιείται συχνά πυκνά, στη μαγειρική, όπου εκφέροντας τον όρο, εννοείς πως αντιλαμβάνεσαι την παρουσία κάποιου συστατικού. Π.χ ακούω το λεμόνι. Μια ενδιαφέρουσα προοπτική είναι να ακούς κάτι σε πολλά db (έντονη η παρουσία του λεμονιού για παράδειγμα)

#13
GATZMAN

Συμπλήρωση: όταν αντιλαμβάνεσαι κάποιο συστατικό μέσω της γευστικής οδού

#14
HODJAS

Στην ιταλική sentire σημαίνει ταυτόχρονα ακούω, αισθάνομαι & μυρίζω.

Στην Πάτρα λέγεται πολύ, όπως λέει ο Γκάζα στην μαγειρική π.χ. ακούγεται το λεμόνι ή το αλάτι (δηλ. είναι αισθητή-έντονη η παρουσία τους) στο φαγητό.
Νομίζω εγγύτερο νοηματικά είναι το ακούω = αισθάνομαι εν γένει, παρά ακούω = μυρίζω ως επιμέρους αίσθηση.

Είχε ξαναέρθει σε συζήτα, η παράδοξη χρήση των αισθήσεων στην γλώσσα π.χ. βλέπω σκοτάδι (βλέπεται το σκοτάδι;), ακούω σιωπή (πώς το κατάφερες;) κλπ, που έχουν δώσει τρελό γκάζι στην ποίηση (π.χ. ακούω την αγάπη και δεν ακούω τις σκέψεις μου - συγκρότημα «Οπαί»).

Ας σημειωθεί και οτι μια κατ' εξοχήν παρενέργεια της χρήσης ψυχωσιομιμητικών φαρμάκων (π.χ. λυσεργικό οξύ, αμανίτες πεγιό κλπ) είναι το μπέρδεμα των αισθήσεων π.χ. ο χρήστης ακούει τα γύρω του χρώματα, βλέπει οσμές ή μυρίζει την μουσική που παίζει κλπ.

Δώστου κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινίσει...