Παραφθορά του απεριτίφ. Λέγεται για κεράσματα, ή ποτά κακής ποιότητας, καθώς παραπέμπει εμφανώς στη λέξη πιφ που σημαίνει βρωμερό, οσμηρό.

  1. - Τι σας κέρασε η Μαρία;
    - Απεριπίφ. Τι να μας κεράσει, ρε συ, αυτή; Μόνο πίπες κάνει καλές.

  2. Πήγαμε στο «Premier» και πλακωθήκαμε στα απεριπίφ, όλη νύχτα ξερνούσα. Τι μας πότισαν οι αρχίδες! Δεν ξαναπατάω!

Τα απεριπίφ της Μαρίας. (από panos1962, 29/11/09)(από panos1962, 29/11/09)

βλ. και ρόφτυμα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία