Από το «σκουράτζο»: επτανήσιο ιδιόλημμα για πέτσικη ρέγγα (πολυκαιρισμένη, στρεβλή και ανάλατη). Στραβωμένος και πέτσικος.

Ο στρυφνός ο άντρας, ο χωλός, ο σκουράτζος, δεν μασιέται με τίποτε! Ούτε με τσίπουρο δεν καταπίνεται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Θεγκζ epixylou :)

#2
poniroskylo

Τι ακριβώς θα πει πέτσικος/-η; Ωραία λέξη ακούγεται, δεν την ήξερα, την βρήκα στην Livepedia ως ο ελλειπής, ο ανεπαρκής, αλλιώς ξίκικος. Είναι σωστό;

#3
Vrastaman

Χα! Ο επιξύλου το χρησιμοποιεί αναφορικά με παστή ρέγγα και σκέφτομαι ότι και οι Κύπριοι χρησιμοποιούν την λέξη παστός με την έννοια του ξίκικου.

Στο ιντερνέτι, γίνονται και αναφορές σε «πέτσικα» καπώ πουτσυλάτων, προφανώς στραβωμένων / στρεβλωμένων. Κι εγώ πρώτη φορά το ακούω.

#4
aias.ath

Πέτσικος = σκολιός, στρεβλός. Χρησιμοποιεῖται ἀποκλειστικῶς γιὰ κάτι ποὺ στράβωσε, ὄχι ποὺ ἦταν στραβὸ ἐξ ὑπαρχῆς. Τὴ χρῆσι τῆς λέξεως γιὰ μεταλλικὰ ἀντικείμενα (πχ καπώ) ἀκούω μόνο τὰ τελευταῖα χρόνια. Ἀρχικῶς τὴν ἤξερα μόνο γιὰ ξῦλα.

Τὸ ρῆμα: Πετσικάρω. Τὸ ἔτυμον καταζητεῖται (τὸ ἔχω στὴ λίστα μου). Δὲν βλέπω πιθανότητα νὰ σχετίζεται μὲ τὸ σλαυικὸ θέμα πετσ-, ποὺ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ ψάρια.

#5
poniroskylo

Αυτό το λήμμα θα μας βγάλει δουλειά.

  1. Το ρήμα το δίνει και ο Τριανταφυλλίδης πάνω-κάτω όπως ο Αίας -> πετσικάρω [petsikáro] P6α μππ. πετσικαρισμένος & πιτσικάρω [pitsikáro] P6α μππ. πιτσικαρισμένος : (προφ.) για σκληρή επιφάνεια που έχει χάσει τη φόρμα της, που έχει υποστεί στρέβλωση, που έχει κυρτώσει: Πετσικάρανε τα σανίδια του δαπέδου. Το ετυμολογεί δε από το ιταλικό pizzicar(e)=τσιμπάω. Από το οποίο, αν δεν απατώμαι, είναι και το pizzicato στη μουσική.

  2. Το πέτσικος ο Τριανταφυλλίδης δεν το έχει. Το έχει, όμως, ο Μπάμπης ως εξής: 1. πολύ λίγος, αυτός που δεν επαρκεί για κάτι, συν. λειψός 2. (ειδικότ. για σκληρή επιφάνεια) αυτός που έχει κυρτώσει. Ο πρώτος ορισμός είναι αυτός που δίνει η livepedia, ενώ ο δεύτερος αυτός που λέει ο Αίας. Επειδή οι σημασίες είναι διαφορετικές, αναρωτιέμαι μήπως τελικά πρόκειται για δυο ομόηχες λέξεις με διαφορετικές ίσως καταβολές.

  3. Το σκουράτζος (και σκουράντζος) έχει ενδιαφέρον και στην κυριολεξία του -> παστή ρέγγα. Ψάχνοντας βρήκα αναφορές και σε Επτανησιακά γλωσσάρια (κυρίως Κερκυρέικα) αλλά και στην Πελοπόννησο (Μεσσηνία, Ηλεία, Αρκαδία). Στη Μακεδονία δε νομίζω να το ξέρουμε. Ιταλική επιρροή;

  4. Το σκουράντζος με την μεταφορική του σημασία το χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος αλλά βέβαια δεν θυμάμαι πού. Είναι, νομίζω, το τυπάκι το μικροκαμωμένο, μάλλον μαυρογκάγκανο, σκέτο νεύρο και ζόρι.

  5. Σκουράντζος προκύπτει και ως χαρακτήρας στην ταινία «Ο Μπαμπάς Εκπαιδεύεται» (1953). Τον υποδύθηκε ο άγνωστος σε μένα Νίκος Ματθαίος.

Συμπληρώσεις/διευκρινίσεις πληζ.

#6
HODJAS

Είναι ιταλισμός που παίζει μεταξύ του scorregiare=κλάνω/ξηλώνω και scoraggio = αποθάρρυνση/ηθική αδυναμία.
Η ρέγγα όμως στα ιταλικά είναι aringa.
Το πιτσικάρισμα όντως προέρχεται απο το pizzicare /pizziacare (Βένετο)=τσιμπάω και με την διπλή έννοια του παίζω-τζογάρω εξ ου και tarantella pizzica της Σικελίας της Νάπολης και της Πούλιας.
Το πέτσικο παραδόξως στα κεφαλλονίτικα μεταφράζεται ως τζάκι (βλ. «Βάρδια» ... το πέτσικο έκαιγε...)
Ξέρω γώ;