Η λέξη κυριολεκτικά χρησιμοποιείται αντί του ρύγχους, του προσώπου, ζώου, όπως σκύλου, γάτας, αλεπούς κλπ όπως και η παραλλαγή μουσούδα, ή μουσουδίτσα, ή μουσουδάκι.
Μεταφορικά σημαίνει άτομο πονηρό, δόλιο, ύπουλο αλλά και καταφερτζή, καπάτσο κλπ.
Επίσης, φάτσα, μούρη.
- Άκουσες; Εκείνον τον τύπο με τη 1000αρα τον έχωσαν μέσα για απάτες. - Ε, καλά! Φαινόταν ότι ήταν πολύ μουσούδι.
- Καλά, πώς τους έψησε κι έσκασαν όλοι από 20 ευρώ για να παν στο πάρτι;
- Ποιος; Ο Τάκης ; Α, είναι μεγάλο μουσούδι!
0 σχόλια