τραβάγια (η): κρητιστί = ο μπελάς.

Βάζω τραβάγια σε κάποιον = του ανοίγω δουλειές, του βάζω μπελάδες, τον βάζω σε περιπέτειες, τον φορτώνω, τον χώνω.

Από το γαλλικό travail.

Δείτε πιο πολλά εδώ.

Ασίστ: nick, βεβαίως βεβαίως.

- Να πα να πεις του Μαθιού ότι εγώ δεν είπα πράμα για τη Βαγγελιά.
- Μη μου βάνεις τραβάγιες. Δεν πάω ποθές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

σ' τον απενέκρινα, έτσι, για να σου βάλω μπελάδες.

#2
poniroskylo

Και σε αυτό το σάη έχει γράψει σχετικά ο sarant στο λήμμα ντράβαλα.

#3
iron

το έχω δώσει ρέι! τι με πέρασες, για ξανθιά, όπως ο τζίζας;

#4
iron

για τιμωρία, εκτός από 50 κάμψεις, κάνε ψείρα τον ψειριάρη με το ίδιο βταγκ με τις άλλες ψείρες γιατί, εννοείται, δεν θυμάμαι πώς.

#5
poniroskylo

Το λινκ σου είναι στο μπλογκ του σαραντ, νο; Όχι στα δικά μας ντράβαλα.

#6
iron

ναι μωρέ, απλώς λέει τα ίδια πάνω-κάτω και παραπέμπει στο δικό του, οπότε το έκανα μνια και καλή. Καλά, μην κάνεις τις 50 κάμψεις, κάνε την ψείρα μόνο.