Αγρίμι, ιδίως όταν εκδηλώνει επικίνδυνη, αρπαχτική συμπεριφορά. Κυριολ. τίγρης από το τουρκικό kaplan (λ. πραγματικά αλταϊκής προέλευσης, ούτε περσική ούτε αραβική). Είναι η τίγρη του χιονιού.

Πρβλ και το «Καπλάνι της Βιτρίνας» (βαλσαμωμένο)

Μεταφορικά: άγριο, ανυπόμονο, ερωτικά απαιτητικό θηλυκό, λυσσάρα γυναίκα, που δεν υπολογίζει τίποτα, υπερσεξουαλική.

  1. Μπήκε στην κουζίνα πεινασμένος, άρπαξε λίγο ψωμί κι έγινε καπνός. Χάθηκε σαν καπλάνι.

  2. Έμπλεξε ο φουκαράς μ' αυτήν, ασυγκράτητο και χαλκέντερο καπλάνι, κι έμεινε μισός.

(Μη φοβάστε. Απλό παράδειγμα είναι. Καμιά, όσο καπλάνι και να είναι, δεν αφήνει κανένα μισό. Κορόιδο είναι να μην τον ταΐσει ικανοποιητικά;)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Μιτζνούρ

pas tellement slang je suppose. ε Mes; Αλλά δε φταίω εγώ. Ce n' est pas ma faute. Το βρήκα στο πρόχειρο. Je l' ai trouvé au cahier de notes

#2
Vrastaman

#3
vanias

σωραίος

#4
dryhammer

Στα παιδικάτα μου (my early youth αρχες '70) θυμάμαι να χρησιμοποιείται η λέξη για να δηλώσει κάτι το υπερμεγέθες. -Πού να χωρέσει, ολόκληρο καπλάνι..

#5
vikar

Ε άμα είναι στενή η βιτρίνα...