Το καλαμπόκι(ο καρπός), όπως λέγεται τουλάχιστον στην Πελοπόννησο, στην Κέρκυρα και πιθανόν σε πολλά άλλα μέρη.

Χρησιμοποιείται κυρίως χαϊδευτικά, με την έννοια «κούκλα (μου)». Πρέπει να είναι πολύ διαδεδομένο, αν κρίνω από το ότι μας έχει μείνει το σλανγκ κουτσούνι.

  1. Εκείνη τη νύχτα, την αναστάσιμη, όλοι κρατούσαν από μια κουτσούνα και ένα κόκκινο αυγό και με ανυπομονησία περίμεναν το τέλος της λειτουργίας...

  2. Και στο φινάλε, αν είναι να χρειαστεί να γίνω κουρούμπελο (ήτοι, να αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον μου μέσα από παραμορφωτικό πρίσμα) τότε ρε πούστη (σχημα λόγου, Αστέρω μου κουτσούνα μου! :lol: ) τουλάχιστον να πάω κάπου που θα την βγάλω με 40-50 ευρά, όχι κάπου που θα μου έλθει το κοστουμάκι 2 κατοστάρικα για δύο άτομα...

από το νέτι αμφότερα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
GATZMAN

Ελα ρε, από εκεί βγαίνει;

#2
betatzis

κουτσούνες λέγανε και τις φιγούρες του καραγκιόζη

«Γύρω στὸ 1900 εἶναι ἤδη διαμορφωμένη ἡ τυπολογία, τὸ ρεπερτόριο καὶ ἡ τεχνική του ἑλληνικοῦ θεάτρου σκιῶν, καθὼς τὴ γνωρίζουμε σήμερα. Οἱ φιγοῦρες εἶναι καμωμένες ἀπὸ δέρμα, ἢ χαρτόνι, ἢ καπλαμά. Οἱ καραγκιοζοπαῖχτες τὶς λένε ἁπλὰ φιγοῦρες. Κάποιος χωριάτης, ἐνενήντα χρονῶ, τὶς ἀπεκάλεσε κουτσούνια ( ἴσως ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη κούτζα ποὺ σημαίνει κούκλα ἢ ψωμάκι σὲ σχῆμα κούκλας). Ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι τοῦ καραγκιοζοπαίχτη Π.Μιχόπουλου, πού θυμᾶται ὅτι ἡ συνάντησή του μὲ τὸν γέρο ἔγινε στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου, τὸ 1933. Στὰ κλωστήρια κοῦτσες λέγανε τὶς κοῦκλες τοῦ νήματος. Ἐξ ἀλλοῦ, ὁ Καμπούρογλου ἀναφέρει ὅτι, λίγο πρὶν τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἕνας καπουτσίνος εἶχε φέρει στὴν Ἀθήνα μία κοτσώνα, δηλαδὴ κούκλα, ποὺ ἐντυπωσίασε τὸν κοσμάκη, γιατί ἀνοιγόκλεινε τὰ μάτια της. Ὁ Ἀνδρέας Λασκαράτος χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη κουτσούνα (=κούκλα) στὸ Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος ( 1886). Καὶ μὴν ξεχνᾶμε πῶς στὴν Κεφαλλονιὰ τὴν σκιλλοκρεμύδα τὴν ὀνομάζουν κουτσούνα, ἐνῶ στὴν Αἰτωλία τὴν ὀνομάζουν βασιλοκουτσούνα»

Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και καραγκόζης

#3
iron

α, μερσί μπέτα!

#4
Vrastaman

Φίλη μπιμπισού παραετυμολογεί την λέξη (κουshhούνα στην τζυμπριακήν) εκ του cushion.

#5
Μιτζνούρ

Ironick με πρόλαβες! Ως λήμμα και ορισμός Ο.Κ
(Καλός και πληροφοριακός και ο betatzis... δε λέω).... but

Αν δεν έβρισκα το λήμμα σου, θα έκανα 'πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος' στο Δημόσιο Πρόχειρο. Με πρόλαβες για έξι μέρες. Χαλάλι σου!

Όλα όσα λέει ο betatzis, έστω και χωρίς να έχω αρμοδιότητα, να επιβεβαιώνω.
Αλλά άλλο η μια κουτσούνα και άλλο η άλλη. Απλώς συνέπλευσαν... και συνευρέθησαν για να μας ταλανίσουν ετυμολογικά.

Η κουτσούνα = γυναίκα (κατ' επέκταση οι κούκλες, που παλιά ήταν όλες θηλυκές, οι γυναικείες φιγούρες του Καραγκιόζη, και κατ' επέκταση όλες οι φιγούρες, καθώς και οι κούκλες του κουκλοθεάτρου και οι 'κούτσες' από σημασιολογική βράχυνση, των παραδοσιακών αρτοποιών) < κοκώνα, λέξη βυζαντινή, δάνειο από την καρτβελική (γεωργιανή του Καυκάσου) კოკონი kokoni = μεγάλη κυρία. Από εδώ και το επώνυμο Κοκώνης.

Η δεύτερη κουτσούνα (στον Ερωτόκριτο η Αρετούσα μιλάει για 'κουτσουνάρι' εννοώντας τη δημόσια κρήνη, το πηγαίο νερό που διαμόρφωναν με ανάγλυφα κλπ). Φυσικά, και το γυναικείο χαϊδευτικό 'κουτσούνα' μπορεί να προέρχεται από αυτή τη δεύτερη σημασία, με την έννοια της δροσερής, της πηγής της ζωής κ.ο.κ. Η λέξη είναι απλώς παραφθορά του κουκούνα / κουκουνάρι, με την ίδια λογική που τα αρχαία λουτρά ονομάζονταν βαλανεία, επειδή το ακροφύσιο του νερού έμοιαζε με βάλανον -βελανίδι. Προφανώς κάποιοι άλλοι το παρομοίασαν με κουκουνάρι (κι αυτό < κόκκος). Φυσικά από εδώ πηγάζει και το γνωστό 'τσουτσούνι' (με το συμπάθειο, που λένε).

  • Άλλο γεωργιανής προέλευσης επώνυμο είναι το 'Λάσκαρις' < ლაშქარ lashkar = στρατιώτης
    ** σημασιολογική βράχυνση λέγεται η βράχυνση μιας λέξης όταν τα ενδιάμεσα στοιχεία της δεν λένε τίποτα (ετυμολογικώς) στον χρήστη, είτε επιδή δεν έχει ευαισθησία, είτε επειδή έχει άγνοια είτε επειδή είναι δάνειο. Συνήθως επιβιώνει η τονιζόμενη συλλαβή ενώ η αρχή και το τέλος της νέας λέξης εξαρτώνται από τις φωνητικες ιδιαιτερότητες της γλώσσας του χρήστη π.χ. Istambul / Stambul < Κωνσταντινούπολη, bagno < balneum < βαλανείον.
#6
GATZMAN

Απόλυτο σπέκ, μιτζν ούριε άνεμε. Με αυτό σου το κείμενο το τι συνδυασμοί μπορούν να γίνουν δε λέγεται

#7
iron

τώρα μπερδεύτηκα: η κουτσούνα - καλαμπόκι (που είναι επιβεβαιωμένο 100%) πού κολλάει;

κανας μαθηματικός να βρει την εξίσωση;;;

#8
Galadriel

Τις φτωχές εκείνες εποχές που δεν υπήρχε τζάμπο και οι κινέζοι δεν την είχαν δει εξαγωγές, τα παιδάκια παίζανε ξυλίκι και αμπάριζα και έφτιαχναν μόνα τους τις κούκλες τους από καλαμπόκια.

#9
Μιτζνούρ

Πρώτον: έγραψα κουκουνάρι < κόκκος και πιθανώς κάποιος να κάνει ένσταση θέλοντας το κουκουνάρι < κωνάρι < κώνος (τα πεύκα, κυπαρίσσια κ.ο.κ. λέγονται κωνοφόρα επειδή ο καρπός τους μοιάζει με κώνο). Αλλά η λέξη κώνος δεν μπήκε ποτέ στο δημώδες λεξιλόγιο, παρά τα συναφή του χώνω, χωνί, χουναβιά (= χαράδρα), χώστρα (=κρυψώνα), χωσιά (= ενέδρα), το δε 'κωνοφόρον' είναι επιστημονικός νεολογισμός. Με το κουκουνάρι < κόκκος συμφωνεί και ο Μπ., αν και το ανάγει παράλληλα στο κόκκων (του κόκκωνος) τον κόκκο του καρπού της ρογδιάς, που προφανώς είναι η ίδια λέξη. Ανετυμολόγητο παραπέρα.
Δεύτερον - Ironick! κουτσούνα - καλαμπόκι και κούκλα και ό,τι άλλο πασσαλοειδές (με τα παρεπόμενά του). Φυσικά εννοείται ολόκληρος ο καρπός (αυτό που ψήνει ο καστανάς) και όχι τα σπόρια. Ο καρπός αυτός επιστημονικά (Γεωπονική, Φαρμακολογία του 19ου αι.) λέγεται καυλός, εξ ου παρέπονται τα γνωστά.

#10
deinosavros

Συμπληρωματικά, στον Ερωτόκριτο γίνεται λόγος και για κουτσουνικά = κοριτσίστικες κούκλες.

#11
deinosavros

Παρεμπ, σωστός ο Μπέτα. Εδώ ακούγεται πεντακάθαρα τόσο ο Μάρκος να λέει «κούτσες» όσο και η Σοφία Καρίβαλη να επαναλαμβάνει το δίστιχο λέγοντας «κούκλες».
Άρα, μιλάμε για παράλληλη χρήση των δύο λέξεων, τουλάχιστον όσον αφορά το κλωστικό νήμα.