Παλιομοδίτικο (μπα σε καλό μου, πώς μού συνέβη εμένα αυτό;) σλανγκοτέτοιο, πώς τα λένε μωρέ αυτά με τα τρία γένη, επίθετα νομίζω, που τεσπα έχει την έννοια του ύπουλου, του άτιμου, του αναξιόπιστου, του μπαγάσα, ενίοτε όμως και με μια χαϊδευτική νυάνς μεγαλόψυχης ανεκτικότητας τ. «βρε τον κερατά!».

Γιά κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο η λέξη δεν επιβίωσε ούτε στον γραπτό, ούτε στον προφορικό λόγο μετά την δεκαετία του '60, άντε πρώιμα '70. Πιθανώς η πίστη της να μην ήταν και τόσο βαθιά, ή τα κέρατά της να μην χωρούσαν να διαβούν τις πύλες της Μεταπολίτευσης. Who nose....

  1. - Ψόφησε, ρε, ψόφησε;
    - Τώρα πιά, τα κακάρωσε!
    - Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο! Τρείς ώραις έκανε να ξεψυχήση!
    - Ζωή σε λόγου σου!
    - Βρε, το άτιμο!

(Μιχαήλ Μητσάκης «Θεάματα του Ψυρρή» (1890).
Μιχαήλ Μητσάκης «Πεζογραφήματα», εκδ. Νεφέλη 1988.
Η μοναδική (αρκούδως φρικτή) ιντερνετική αναφορά στη λέξη μνημονεύει αυτό το κείμενο και βρίσκεται εδώ).

  1. - Τι θα με κάνεις; Θα με δείρεις;
    - Όχι εσένα. Τον κόκκινο που 'χεις μες στην ψυχή σου.
    - Δε χωρίζουνε. Θα σκοτώσεις κι εμένα;
    - Έχουμε μιά μέθοδο που τα χωρίζει. Το «πλύσιμο».
    - Δε βγαίνει. Το μικρόβιο αυτό, Μακ, είναι πολύ κερατόπιστο. Άκου το αυτό από μένα. Σκοτώνεις τον άνθρωπο, μα το μικρόβιο δε σκοτώνεται.

Ο Μακ καταξέσκισε ένα πανάκριβο πούρο.
- Στο διάολο, είπε. Αυτή η κερατόπιστη Ελλάδα μού χάλασε δυό Αμερικανίδες!

(Μεν. Λουντέμη «Λύσσα». Πρέπει να το διέπραξε εξηντατόσο, άντε το πολύ εβδομηντακάτι, ώχου μωρέ κουμπάρε, δε μ' απαρατάς με τα σορόπια πρωινιάτικα λέω 'γω...).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία