Έχω κολλήσει με τις γκόμενες και το σεξ, σε βαθμό που δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο. Εξαιτίας αυτού φέρομαι προκλητικά, ίσως και πρόστυχα, στις γυναίκες.

  1. - Άσε, από τότε που έγινε εκείνο το σκηνικό με τα δύο πιπινάκια στο πάρτι, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως!

  2. - Ρε μαλάκα, πώς μιλάς έτσι στα γκομενάκια στη δουλειά; Όλο βρώμικα υπονοούμενα τους πετάς! - Δεν μπορώ ρε φίλε, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως, μ' έχει τρελάνει το μουνί! - Κοίτα μόνο μη φας καμιά απόλυση στο τέλος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Αυτά είναι!

#2
vikar

Τρίτο σχόλιο σήμερα απο το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Το ενιαύσιον θύμα» του 1899 (βρείτε το στις σελίδες του Σαραντάκου).

Στο κείμενο βρίσκει κανείς το ρήμα ξεμπουρδαλιάζω, με σημασία όμως που δέν καταλαβαίνω ακριβώς· ίσως «ατακτώ», «κάνω σκανταλιές», «ξεσαλώνω». Άς μας πεί κάποιος αν ξέρει. Πάντως, η ομοιότητα με το ρήμα του λήμματος βγάζει μάτι και αναρωτιέμαι αν το δεύτερο πρόκειται για παραφθορά του πρώτου.

Στο απόσπασμα, ο Μπαμπούκος ψάχνει να βρεί τον γιό του τον Πάπο, να τον πάρει μαζί σε βαρκάδα:> Αλλ’ ο Πάπος τού έφευγεν. Επηδούσεν από βράχον εις βράχον, από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν. Αγαπούσε πολύ να τρέχει, να χαζεύει και να μην υπακούει. Όταν δεν ευρίσκετο εις τους αιγιαλούς, κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια, ή μικρά χταποδάκια εν καιρώ γαλήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια, άνωθεν της συνοικίας, επί του βραχώδους λόφου, όπου ήτο κτισμένον, σιμά εις τον ναΐσκον του Αγ. Νικολάου, υψηλά εν απόπτω, το σπιτάκι των. Εκυνηγούσε τας φωλεάς. Δεν άφηνε μικράν κουκουβάγιαν να μεγαλώσει, διά να μη λαλούν απαισίως την νύκτα εις τους βράχους. Αν έπεφτε μικρός γλάρος εις τα χέρια του, του έκοφτε τα φτερά, κι εζητούσε να μάθει απ’ αυτόν την τέχνην, πώς να καταπίνει χωρίς να μασά τα μικρά γλυκά, όσα κατώρθωνε να κλέπτει από τον Βασίλην τον Καραμελάν.

Η θαλασσία εκδρομή έμελλε να διαρκέσει 48 ώρας ή το πολύ τρεις ημέρας. Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε ν’ αφήσει τον υιόν του να «ξεμπουρδαλιάζει», και εζήτει να τον πάρει μαζί. Αλλ’ ο Πάπος αγαπούσε, ναι, τις βάρκες, αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά δεν έστεργε την πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατήρ του, θα ήτο ως πλωτή φυλακή δι’ αυτόν. Και άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να το πάρει μαζί, εφρόντισε να γίνη άφαντος.

#3
vikar

Εννοείται, σε τυπικά λεξικά δέν το βρίσκεις. Υπάρχουν όμως και γλωσσάρια για Παπαδιαμάντη (υπάρχει και αυτό). Αν έχει κανείς κάτι...

#4
HODJAS

Η κατάληξη -άνω αντί για -άζω στην υποτακτική κυρίως, είναι μωραΐτικο ιδίωμα, όπως π.χ. έχω καραφλιάνει.

Ίσως έχει σχέση με την εισαγωγή ενός -ν- στα ιδιωματικώς καταχρηστικά συνηρημένα π.χ. σπάω-σπάνω (σπάζω), πάω-πάνω (πηγαίνω), σκάω-σκάνω (σχάζω) κλπ και αντίστροφα κατάργηση του -ζ- π.χ. αδειάω-αδειάζω, κοιτάω-κοιτάζω κλπ βλ. για δε διαβάειζ ρε;

Για κάποιο λόγο, στη νεοελληνική, πολλά ρήματα εκλαμβάνονται ως συνηρημένα και μάλιστα μόνο της πρώτης συζυγίας -άω κι έτσι μπερδεύονταν οι μαθητές της παλιάς 3ης δέσμης π.χ. αγαπάμε-αγαπούμε, λειτουργάνε-λειτουργούνε (λειτουργ-έω/ώ β΄ συζυγία), κουνάω-κουνώ/κινείται-κουνιέται (κινέω-ώ) κλπ.

Στην Κρήτη, χρησιμοποιούνται πολύ οι απλοποιήσεις άνθρωπος>άθρωπος, ανθός>αθός, όρνιθες>όρθες, θέλουμε>θέμε κλπ κι είχα ακούσει να λέει κάποιος τοπικός ντη-τζέη οτι ο σταθμός είναι σοβαρός, δεν επιτρέπονται αφιερώειζ...

#5
betatzis

Με φαίνεται λίγο δύσκολο (βασικά απίθανο) ο Παπαδιαμάντης να το χρησιμοποίησε με την έννοια του ξεμπουρδελιάζω, δεν ήταν αυτό το στυλ του (χωρίς να είναι καθόλου ηθικιστής, μην επεκταθούμε όμως).

Πιο πολύ μου κάνει να προέρχεται από τη λέξη μπούρδα, πόσο μάλλον που αναφέρεται σε παιδί που κάνει μπούρδες.

Επιφυλάττομαι.

#6
Επισκέπτης

Υπάρχει καλούτσικο γλωσσάρι στην κριτική έκδοση του ΝΔΤριανταφυλλόπουλου, υπάρχει και βιβλιαράκι του Κοντοσόπουλου «Ετυμολογικό γλωσσάρι στον Παπαδιαμάντη». Και τα δύο είναι πολύ μακριά από μένα αυτή τη στιγμή :) Σε κανα μήνα...

#7
HODJAS

Πάντως, το ξεμπούρδελο το έχω ακούσει στον Πειραιά, όπως λημματογραφήθηκε.

Υπάρχει και μια ιδιωματική έκφραση «ξεμπουρίζω», δηλαδή παρασύρω σε σκανδαλιές, ακολασίες, αβλεψίες κλπ.

Έπειτα, την τούρκικη λέξη ντελμπεντέρης, την άκουσα απο κάποιον Αρμένη, πάλι στον Πειραιά, για πρώτη φορά με την αρνητική ιδιότητα του ερημοσπίτη, ακόλαστου τύπου, που χαλάει σπίτια κι οικογένειες.

#8
malakia

Άλα τις ο Παπαδιαμάντης! Και τον είχα κόψει για 'κοσμοκαλόγερο'..

#9
gaidouragathos

Kοσμοκαλόγερος και ατέλειωτος σλανγκοπαππούς.

#10
vikar

Ά, το είδατε κιόλας;... Συγνώμες.

Τελικά τί λέτε; Το σενάριό μου είναι: ξε (επιτατικό) + μπούρδα > ξεμπουρδαλιάζω (παπαδιαμαντικό) > ξεμπουρδελιάζω (τωρινό). Το τελευταίο βήμα δέν το καταλαβαίνω ακριβώς (μπορεί να εξηγηθεί μόνο με επίδραση του μπουρδέλου, ή και αλλιώς;) και αυτό ειναι που θα ξεκαθάριζε νομίζω και την προέλευση της λέξης.

Τώρα, απ' το σχόλιο του γαϊδουράγκαθου στο ξεμπουρδελεύομαι, πιθανολογώ οτι το τωρινό μπορεί να σημαίνει ακόμη ότι και το παπαδιαμαντικό, ή εκεί τριγύρω, και αναρωτιέμαι άν σηκώνει καταχώριση...

Βρήκε κανένας μας παπαδιαμαντικό λεξικό άφτερ όλ;

#11
vikar

Πλάκα-πλάκα, ούτε το πρώτο βήμα καταλαβαίνω: απο πού βγαίνει αυτό το -αλιάζω για να κολλήσει και στο μπούρδα;...

Κάτι άλλο πρέπει νά 'ναι.

#12
Khan

O N.Δ. Τριανταφυλλόπουλος το δίνει:

ξεμπουρδαλιάζω= ελευθεριάζω, φέρομαι άτακτα και ζωηρά, ρεμπελεύω, από το ξε- και πιθανώς από το ιταλικό bordellare.

#13
Khan

Επίσης παλαιότατη χρήση βρίσκουμε το 1862 στον Καρπάθιο του Σωτήρη Κουρτέση, που αναπαράγεται σε άρθρο του Νίκου Παντελίδη που φιλοξενεί ο Σαραντάκος στο πλαίσιο μελέτης της παλαιο-αθηναϊκής ποικιλίας. "Μακάρι να ήσασθίνε στο νύχι μας εμάς των παλαιινώνε (μακάρι να μας φτάνατε στο μικρό μας δαχτυλάκι)! Στο τσαιρό μας, τσυρά μου, -σα θέλεις να το πω τσιόλας- δεν ήτανε έτσι ξεμπουρδουλεμένα (αναίσχυντα, με ελευθεριάζουσα συμπεριφορά) τα θηλυκά, σαν καμπόσα που λιέπω τώρα".