Παύω κάτι πρόωρα, πριν ολοκληρωθεί. Συνώνυμα: σκοτώνω

  1. Τό 'πνιξε πάλι το φανάρι ο ταρίφας...

  2. Αφού λοιπόν στέκομαι μπροστά του όπως με γέννησε η μανούλα μου, τι μου ζητάει; «Πιάσε με το χέρι σου το πέος σου και σήκωσέ το.» [...] Ο άθλιος βλαξ μου ζητούσε να σηκώσω το πουλί μου για να δει τι έχω από κάτω. Μου ήρθε να του πω: Καλά κυρ αστυνόμε δεν την έχω δα και τόσο μεγάλη. Αλλά το έπνιξα αμέσως ευθύς, για να μην έχουμε άλλα τράβαλα. (από το διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία