Παύω κάτι πρόωρα, πριν ολοκληρωθεί. Συνώνυμα: σκοτώνω

  1. Τό 'πνιξε πάλι το φανάρι ο ταρίφας...

  2. Αφού λοιπόν στέκομαι μπροστά του όπως με γέννησε η μανούλα μου, τι μου ζητάει; «Πιάσε με το χέρι σου το πέος σου και σήκωσέ το.» [...] Ο άθλιος βλαξ μου ζητούσε να σηκώσω το πουλί μου για να δει τι έχω από κάτω. Μου ήρθε να του πω: Καλά κυρ αστυνόμε δεν την έχω δα και τόσο μεγάλη. Αλλά το έπνιξα αμέσως ευθύς, για να μην έχουμε άλλα τράβαλα. (από το διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πνίγω γκολ. Αφορά τον τερματοφύλακα που δέχεται τέρμα που κανονικά θα μπορούσε να είχε σώσει και η παραπληγική γιαγιά του.

Συνήθως από υπερβολική σιγουριά. Καμιά φορά σε κάνει να αναρρωτιέσαι αν είχε πρόθεση και το είχε παίξει στοίχημα σε κάποια χώρα της Άπω Ανατολής.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ το γκολ που «έπνιξε»! (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε