Απογοήτευση μετά από μία ήττα. Συνθετικό των δύο λέξεων: απογοήτευση + ήττα.

Πάλι τίποτα ο ΠΑΟΚ. Σκέτη απογοήττα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουτσέντζα ή αλλιώς μουτζέντζα (πληθ.: μουτσέντζες). Απότομη μετάπτωση της διάθεσης. Από το αγγλικό mood changes.

- Γιατί τόσο νταουνιασμένη η Σουλτάνα;
- Τίποτα μωρέ, της ήρθε περίοδος και την πιάσαν οι μουτσέντζες της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία