Σκαπετάω =Απομακρύνομαι μακρυά.
Παράδειγμα: Μωρ' Μήτσαινα μηνκι είδς του μλάρ; Τώραα, σκαπέτσε!
Σκαπετάω =Απομακρύνομαι μακρυά.
Παράδειγμα: Μωρ' Μήτσαινα μηνκι είδς του μλάρ; Τώραα, σκαπέτσε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Στυλιάρι = Ξύλο που τοποθετείται σε διάφορα αγροτικά εργαλεία. Επιπλέον η παρούσα λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε στα πολύ αδύνατα άτομα.
Παράδειγμα: Τνίδες αυτήνα; Ούϊ ντίπ στλιάρ...αυτήνα θαπαρς ωρέ;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τσάκνα = Τα ψιλά κλαδιά που χρησιμοποιούμε για προσάναμα. Επιπλέον χρησιμοποιείται για να δείξουμε κάποιον πολύ αδύνατο
Παράδειγμα: Τήρα τον ωρέ τούτο είνι ντίπ για ντίπ τσάκνο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τσιγκλάω = Πειράζω κάποιον, τον τζινάω.
Παράδειγμα: νας πω θα σιβαρέσου μημι τσιγκλάς άκσες;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Παράδειγμα: Το γαϊδούρι.
Ωι τί γκάτζιους ίσι συ ξωπαρμένο ντίπ. Ακσις τισουπα; Φεύγα ωρέ απουδαύτουν....
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Γρουμπούλι = Ο σβώλος, το σπυρί.
Παράδειγμα: Εβγαλα ενα γρουμπούλ' στου κώλομ' .
Να ιδώ....
Τι γκουρλώνς ωρέ τα μάτια σ΄;
Σα απ΄ γρνόπετσο ίν΄ Γιώρ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Παστρικός, (ο) = Ο καθαρός.
Παστρικιά, (η) = Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, η πόρνη. Οι γυναίκες αυτές αναγκαστικά πλενόντουσαν συχνότερα.
Παράδειγμα: Ολα μές το σπίτι του Μήτσου είναι παστρικά (καθαρά).
Παράδειγμα: Αυτή θα παρς Γιορ; Αυτή ωρέ είναι παστρικιά!
Άι ρε παρτσακλό πάενε παρέκια μη σε κάνω νταούλ στο σκόπ!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Σουργούνι = Ρεζίλι.
Παράδειγμα: Ούι Γιόρ η τσούπρα, μέκανε σουργούν στο χωριό.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Ούμπαλα
Παράδειγμα: Ακου να σου πω μας έπρηξες τα ούμπαλα με τις βλακείες σου συνεχώς. Αει σιχτίρ !
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Αλιά = Αλίμονο.
Παράδειγμα: Αλιά απ' αυτόν που πάει.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία