Σoν στα Τούρκικα σημαίνει τελείως (τελείως ό,τι να 'ναι κι έτσι).
Παράγωγα: σόνοση, σόνατα, κορασόν.

- Καλά μαλάκα σον! Χτες γαμήθηκα με τον Βλαδίμηρο!
- Πώπω μαλάκα χέσε με άγρια... Πως ήταν; Σονάτα του σεληνόφωτος κι έτσι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία