Ο φευγάτος, αυτός που την κάνει, αυτός που την κοπανάει. Σύνθετη λέξη από την έκφραση την κάνει + την κατάληξη -όπουλος που σημαίνει παιδί (Παπαδόπουλος το παιδί του παπά, Γεωργόπουλος το παιδί του Γιώργου κ.τ.λ.), δηλαδή το παιδί / το άτομο που την κάνει / την κοπανάει. Πολλοί ερευνητές-γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η λέξη αυτή προέρχεται από το γνωστό Γάλλο ποδοσφαιριστή Τιγκανά (παιδί του Τιγκανά!!!), γνωστό για την ταχύτητά του εξού και η ορθογραφία της λέξης (τιγκανόπουλος και όχι όπως θα περιμέναμε τηγκανόπουλος).

(Δυο γαύροι έξω από τη Λεωφόρο μετά το 1-4 στο κύπελο)
- Τιγκανόπουλος, Μπάμπη. θα τις φάμε!
- Τρέχα Γιώργη, του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάποιος πολύ χύμα, ο διάλας, αυτός που όπου πάει τα κάνει μουνί. Η πρόθεση τρι- χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στο δεύτερο συνθετικό (τρεις φορές). Αντίστοιχες λέξεις από το ίδιο πρώτο συνθετικό τριμάλακας, τρικούβερτο, τρισκατάρατος...

- Ρε τριμπούρδελο, πότε θα τελειώσεις επιτέλους αυτή την έκθεση για τον διευθυντή; Θες να μας σουτάρει όλους;
- Χαλάρωσε ρε μεγάλε και δε μου βγαίνει και η πασιέντζα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παπαριές, μαλακίες, βλακίες, χαζομάρες. Αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο ο όρος τρίχες για να δηλώσει κάτι το χαζό (ασχολείται με τρίχες...) και στη συνέχεια προστέθηκε και ο όρος κατσαρές. Κατσαρές είναι οι τρίχες των γεννητικών οργάνων (βλέπε πουτσότριχες-μουνότριχες) και η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται συχνά για να δείξει ότι μια κατάσταση ή ένα γεγονός είναι τόσο γελοίο ώστε έχει την ίδια αξία με τις παραπάνω τρίχες.

Δικαιοσύνη, ισότητα και τρίχες κατσαρές. Αν δεν έχεις bluetooth (μπλε δόντι) σήμερα δεν πας πουθενά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πόρνη, η τσούλα, η βιζιτού, η ιερόδουλος, η καριόλα, η πουτάνα.
Λέξη που έγινε γνωστή από την παγκοσμίου φήμης cult ταινία της δεκαετίας του ΄80 με τον Στάθη Ψάλτη, «Ο πρωτάρης μπάτσος και η τροτέζα».

Καλά θέλεις και παράδειγμα για να την καταλάβεις; Δεν σου φτάνουν τόσα συνώνυμα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός του ατάλαντου τερματοφύλακα που τρώει πολλά γκολ και προκαλεί την αγανάκτηση του φίλαθλου κόσμου. Κατά καιρούς διάφοροι τερματοφύλακες έχουν λάβει αυτό τον τιμητικό τίτλο, με κορυφαίο εκπρόσωπο τον Ελευθερόπουλο (βλέπε Ολυμπιακός - Γιουβέντους).

Πω πω ρε μαλάκα τι τερματοφύλακα βρήκαμε πάλι... Στα 3 σουτ τρώει 4 γκολ. Μιλάμε για μεγάλο τροχονόμο...

κακίες (από xalikoutis, 23/11/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η γκόμενα εκείνη η οποία είναι τόσο εμφανισιακά απαράδεκτη και τόσο ατημέλητη που ακόμα και να σε παρακάλαγε και να σε πλήρωνε δε θα πήγαινες μαζί της. Παρόλα αυτά η ίδια νομίζει ότι είναι γκομενάρα και συμπεριφέρεται με απίστευτη πουτανιά. Πληροφορίες ότι η λέξη προέρχεται από την πρώτη πόντια πουτάνα που αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι άλλες πληρώνονται, ελέγχονται ως ανακριβείς.

- Άκου ρε μαλάκα να φάω πίτα και από το μπάζο τη Μαίρη!
- Εσύ φταις που ασχολήσαι με την τσαμπατσούλα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χορταστικός φραπέ (χτυπητός) καφές που σερβίρεται σε μεγάλο γυάλινο ποτήρι με πολλά παγάκια και που πίνουν με μανία όλοι οι Έλληνες ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες από τις 8 το πρωί ώς τις 8 το άλλο πρωί. Για να χαρακτηριστεί έτσι ένας καφέ θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 5 ώρες και να μη διακόπτεται για κανέναν λόγο (μόνο για κατούρημα). Συχνά συνδυάζεται και με το αγαπημένο άθλημα του οφθαλμόλουτρου.

- Πω πω δικέ μου είσαι να αράξουμε στο Da Capo για καμιά φραπεδούμπα σήμερα το μεσημέρι;
- Και δεν πάμε καλύτερα καμιά παραλία να δούμε και κάνα ξέκωλο...

(από xalikoutis, 30/10/08)

Δες και -ούμπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ηλικιωμένος, ο γέρος, ο μπάρμπας, αυτός με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο στο σαπούνι, ο υπερήλικας, γενικά όποιος είναι σε πολύ άσχημη φυσική κατάσταση.

- Κοίτα το χούφταλο με το πιπίνι. Αυτός ρε φίλε είναι με το ένα πόδι στον τάφο...
- Έτσι είναι φίλε μου, βλέπεις τι κάνει το χρήμα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή που χειρίζεται με μαεστρία την ψωλή κάποιου ή κάποιων άλλων. Μία καλή ψωλίστ μπορεί να χειριστεί ταυτόχρονα με μεγάλη επιτυχία πολλές ψωλές. Τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο επάγγελμα ασκούν εξίσου αποτελεσματικά και άντρες ψωλίστ.

- Καλά ε τι παιδί είναι αυτή η Μαρία... Με ξετίναξε χθες το βράδυ στο κρεββάτι! Μιλάμε για μεγάλη ψωλίστ...

Από τα ψωλή και σολίστ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία