Και ντζερεμές [τουρκ.]

Ο νωθρός, φυγόπονος άνθρωπος, ο τεμπέλης.

Το αδικαιολόγητο πρόστιμο, η άδικη ζημιά.

Το δύστροπο, ανυπάκουο άλογο ή μουλάρι.

Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση κοπροσκυλιάζει, ο παλιοτζερεμές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα-σκύλα. Οι διαβαθμίσεις της κυμαίνονται από τη δυναμική γυναίκα που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της έως την συμπλεγματική που επιχειρεί να επιβάλλεται πάντα, παντού και στον οποιονδήποτε με επιθετικούς τρόπους και εξίσου συμπλεγματική συμπεριφορά, ενδίδοντας στον ψυχαναγκασμό του να αποδεικνύει συνεχώς την (κακώς εννοούμενη) αξία της. Ο χαρακτηρισμός είναι συνηθέστερος γι' αυτό το άκρο και με προσβλητική έννοια.

Σαφής η προέλευση της λέξης από την αγγλική bitch η οποία έχει ενσωματωθεί στα ελληνικά και αυτούσια (μπιτς). Καμία σχέση όμως με την παραλία (beach, όπου το ι εδώ προφέρεται πιο μακρόσυρτα) αν και αυτό δεν αποτρέπει τη μπιτσάρα να παίρνει και την στάση παραλίας, άσχετο.

  1. (Έχουσα το γνώθι σ' εαυτόν:)
    Μου 'ρθε ο Γιώργος σήμερα με λουλούδια και συγγνώμες για τα χθεσινά αλλά δεν μάσησα και τον έστειλα στον αγύριστο! Δεν τού 'φτανε το χθεσινό χεσίδι, ήθελε κι άλλο σήμερα! Θα του δείξω εγώ με τι μπιτσάρα έχει να κάνει!

  2. (Συζητούν δύο συνάδελφοι:)
    - Καλά, τι φρούτο είναι αυτή η καινούρια προϊσταμένη;
    - Άστα, απ' την μέρα που πάτησε το πόδι της στο γραφείο μας πάει κωλοφεράντζα... Αντί να ξεστραβωθεί να μάθει που παν τα τέσσερα πρώτα... Τι θέλει ν' αποδείξει δεν μπορώ να καταλάβω!
    - Τι να θέλει η μαλάκω, ότι είναι και γαμώ τα μανατζίρια, ότι αυτή είναι και κανείς άλλος!
    - Λες να το κάνει τώρα στην αρχή και με τον καιρό να το αφήσει το μαστίγιο;
    - Ας γελάσω! αυτή το 'χει στο DNA της, δεν την κατάλαβες τι μπιτσάρα είναι;

  3. (Συζητούν δύο συνάδελφοι [έχει πέραση σε εργασιακούς χώρους]:)
    - Τι είναι αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω...
    - Κοίτα, η γυναίκα το κατέχει το πράγμα καλά και έχει τεκμηριωμένη άποψη, νομίζω δικαιολογημένα στη βγήκε στο μίτινγκ...
    - Ναι δεν λέω, την είπα την πίπα μου κι εγώ, αλλά πολύ μπιτς η γυναίκα ρε φίλε...
    - Με την καλή έννοια! η Νίκη είναι τσακάλι στη δουλειά της και δεν σηκώνει έτσι για πλάκα μα και μου!

(από King_Alobar24, 21/09/08)(από patsis, 18/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διαδεδομένη λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος /-α δεν έχει συμπεριλάβει στις εμπειρίες του τον έγγαμο βίο.

Αναφέρεται μειωτικά κυρίως σε ανύπαντρες γυναίκες μια και αυτές αποτελούσαν μέχρι πρότινος τον πιο ευάλωτο πληθυσμό στην κοινωνική πίεση για «αποκατάσταση». Οι καιροί αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν όμως -οι γυναίκες μπορεί να γίνονται όλο και λιγότερο ευάλωτες σε αυτές τις μαλακίες αλλά αυτό δεν σταματά τον κάθε παπάρα και την κάθε κυρα-περμαθούλα να συνεχίζουν ακάθεκτοι να λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. Παρόμοια είναι η κατάσταση και για τους ανυπογύναικους άντρες, πλην όμως χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επιείκεια για γνωστούς και επίσης καθ' όλα μαλακισμένους λόγους.

Αντιπροσωπευτικοί των μυαλών που κουβαλάμε ως λαός, που δεν εννοεί να σέβεται προσωπικές επιλογές αλλά αντίθετα αρέσκεται να επεμβαίνει και να ασκεί κριτική επί προσωπικών θεμάτων, είναι και οι κλασικοί χαρακτηρισμοί «γεροντοκόρη» και «γεροντοπαλλήκαρο», που εδώ και πάμπολλα χρόνια λειτουργούν ως ταμπέλες που καταδεικνύουν κουσούρι ή ρετσινιά (κοινωνικό στίγμα).

Συντάσσεται συνήθως με το ρήμα «μένω» και η έκφραση «μένω στο ράφι» σημαίνει ότι μένω στα αζήτητα, έκφραση που από μόνη της υποδηλώνει την μειωμένη αξία όποιου /-ας ζει μόνος /-η του/της και τον κοινωνικό αποκλεισμό που συνεπακόλουθα του/της αξίζει.

Πέρα από τα παραπάνω, η λέξη καθώς και παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται ευρύτερα και για οτιδήποτε δεν έχει ζήτηση, δεν πουλάει, μένει στα αζήτητα.

  1. «Πολλές γυναίκες που η ηλικία των 30 τις βρίσκει ελεύθερες, χωρίς βέρα στο δεξί παθαίνουν σύνδρομο πανικού. Θεωρούν ότι έχουν στενέψει απειλητικά τα περιθώρια και πάνω στην απελπισία τους να μην κάνουν παρέα στο ραφάκι τους, παντρεύονται στην πρώτη ευκαιρία. Έχοντας παραβλέψει κάποιες βασικές προϋποθέσεις που ίσως σε μικρότερη ηλικία να αποτελούσαν προαπαιτούμενο.» (από το διαδίκτυο)

  2. «Στο ράφι η αναλογική τηλεόραση
    Κατά 24% θα μειωθούν ως το 2008 εκείνοι που βλέπουν «παραδοσιακούς» σταθμούς.»
    (από το διαδίκτυο)

  3. «Η Kate Moss στο Ράφι.
    Το ντεμπούτο της Kate Moss στην εικαστική αρένα ήταν μάλλον απογοητευτικό...
    ...Το εντυπωσιακό είναι ότι έμειναν στο ράφι έργα από ονόματα που κανονικά κάνουν θραύση στις δημοπρασίες...»
    (από το διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά φράση που εμπνεύστηκε από τη μαγκιά, την αντρίλα και το ζοριλίκι που απέπνεε στους κινηματογραφικούς του ρόλους ο γνωστός έλληνας ηθοποιός. Οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε είχαν κοινό παρονομαστή την «σκληράδα» που δεν του επέτρεπε να κωλώνει πουθενά και μπροστά σε τίποτα - σε κακούς, καλούς, άντρες, γυναίκες, με ιδιαίτερη σπεσιαλιτέ τα τσαμπουκαλέματα πάσης φύσεως.

Ο Γιώργος Φούντας απόδωσε αυτούς τους χαρακτήρες με τόσο ζήλο που η υποκριτική του τέχνη παραστρατούσε συχνά-πυκνά προς τη γραφικότητα και την υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση όμως άφησε εποχή με την έντονη παρουσία του στον ελληνικό (και διεθνή κάποιες φορές) κινηματογράφο των δεκαετιών του '50 και του '60.

Αυτή η γραφικότητα και η υπερβολή αποτυπώθηκαν σε αυτήν την φράση που λεγόταν/λέγεται όταν κάποιος είναι στα πρόθυρα λήψης ρίσκου, λίγο πριν προβεί σε απονενοημένο διάβημα που (εκ πρώτης τουλάχιστον) φαίνεται καταδικασμένο. Λέγεται από κάποιον είτε αυτοσαρκαστικά ή με κομπασμό για το μέγεθος των αρχιδιών του (αναλόγως των αποθεμάτων χιούμορ που διαθέτει).

1
- Ρε φίλε αυτό το Μαράκι το γουστάρω τρελά, λέω στα σοβαρά να της πω να πάμε για κανά ποτάκι...
- Πού πα ρε Καραμήτρο; Το Μαράκι είναι γκόμενα χλιδάτη, με τα φράγκα του μπαμπάκα της, να τρέχει στα Παρίσια κάθε τρεις και δύο, είναι γι' άλλα κόλπα το κορίτσι... εσύ με τις τρεις κι εξήντα θα την βγάζεις στα παγκάκια για πασατέμπο; Φιρί φιρί πας να την φας τη χυλόπιτα...
- Γάμησέ μας ρε Αλέκο… σε είδαμε κι εσένα, όλο μη αυτή και μη εκείνη, στο τέλος όλο με τη χείρα με τα πέντε ορφανά τη βγάζεις! Εγώ θα της μιλήσω κι ας φάω και χυλόπιτα στο φινάλε! ε μα πια, σιγά μην κωλώνει ο Φούντας!
- Ε καλά ρε μεγάλε, δεν είπαμε και τίποτα, πάω πάσο… αφού γουστάρεις, έμπαινε!

2
Διάλογος μεταξύ ταβλαδόρων πάνω σε κρίσιμη στιγμή στο πλακωτό:
- Καλά ρε μαλάκα, είσαι με τα καλά σου; την παραμάνα σου αφήνεις;!
- Γιατί ρε; κωλώνει ο Φούντας;

Κωλώνουν ο Βούδας, ο Φούντας, το πεζικό στην κατηφόρα;...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατορθώνει το ακατόρθωτο.
Υπερβολική έκφραση που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην εξαιρετική επιδεξιότητα που έχει κάποιος - συνήθως πρόκειται για πολύ έξυπνο, έμπειρο και καπάτσο άνθρωπο.

Παρόμοιες εκφράσεις:
Πιάνει πουλιά στον αέρα
Καλιγώνει (πεταλώνει) τον ψύλλο
Είναι γάτα με πέταλα

- Τον έκοψες πώς τύλιξε τον πελάτη σε μία κόλλα χαρτί; για πότε τον έβαλε να υπογράψει την συνφωνία ούτε ο ίδιος το κατάλαβε...
- Ναι ρε, ο Βαγγέλας είναι γριά πουτάνα...
- Και με όρους, όχι μαλακίες φίλε μου! ένα μύριο ατάκα κι επιτόπου για εξοπλισμό που ήδη είχε στο μαγαζί του! ρε, αυτός είναι ικανός να πουλήσει πάγο σ' εσκιμώο!
- Εμ καλά λέω γω ότι αυτός σκίζει την τρίχα στα δύο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ενώ το ταγάρι αποτελεί χαρακτηρισμό συγκεκριμένου τύπου γυναίκας, η χρήση της έκφρασης «μου έγινε ταγάρι» γίνεται σε περιπτώσεις φορτικών, αδιάκριτων και ενοχλητικών τύπων, ανεξαρτήτως φύλου, που γίνονται της προσκολλήσεως.

Η επιλογή της λέξης «ταγάρι» πιθανόν να κολλάει με το γεγονός ότι αυτό ήταν αναπόσπαστο χρηστικό αξεσουάρ των χωρικών. Κάτι σαν την σημερινή πουστιέρα, όπου έβαζαν μέσα τα καθημερινά απαραίτητα και έπρεπε να το σέρνουν μαζί τους όπου πήγαιναν.

Αλλιώς: μου έγινε τσιμπούρι, βδέλλα, κολλιτσίδα.

- Ωραία μέρα σήμερα... δεν πάμε για κανά καφεδάκι;
- Και δεν πήγαμε!
- Γιατί μαρή; Πάλι δεν προκάμεις;
- Σούρτα-φέρτα τα παιδιά, εφορία, τράπεζα, σουπερμάρκετ... σου φτάνουν ή θες κι άλλα; α! να πάω και τ' αυτοκίνητο για πλύσιμο, το υποσχέθηκα του Τάκη!
- Ωραία, θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου να σε βοηθήσω και μετά, όταν τελειώσουμε, θα πάμε για καφέ...
- Να σου λείπουν τα λούσα! θα τρέξω να τελειώσω τις δουλειές μου γιατί θέλω να προλάβω και το κομμωτήριο, κατάλαβες ή να κάνω και κακά;
- Ε, και τι σε πειράζει να 'ρθω κι εγώ;
- Με πειράζει γιατί δεν θα τελειώσω ποτέ των ποτών και στην τελική σαν πολύ ταγάρι δεν μου έχεις γίνει τελευταία ρε φιλενάδα;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κλειτορίδα.

Κοινώς αποκαλούμενο το γυναικείο όργανο που βρίσκεται κάτω από το σημείο στο οποίο ενώνονται οι «νύμφες» (τα μικρά χείλη του αιδοίου στα αρχαία, ενώ «άμβωνες» τα μεγάλα).

Εκτός από πηγή ηδονής, ενίοτε χρησιμεύει στο να ρίχνει και κλωτσιές -έτσι τουλάχιστον νομίζουμε ως λαός κατά τα φαινόμενα (βλ. έκφραση στο παράδειγμα 1).

Συνώνυμο: η γαργαλήθρα.

Η ανατομία στα αρχαία και το συνώνυμο είναι από το blog ΖΜΠΟΥΤΣΑΜ.

  1. Η γνωστή έκφραση που πιθανότατα προέρχεται από φαλλικό αποκριάτικο τραγούδι: «του μουνιού σου το γλωσσίδι μου 'ριξε κλωτσιά στ' αρχίδι»

  2. Από παρωδία ...ομηρικού έπους (πέους):
    «Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδι
    και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι»

  3. «Στη συνέχεια σφυροκόπησα το μακρύ γλωσσίδι του μουνιού της και κάρφωσα την άκρη της γλώσσας μου στην σφικτή της κωλοτρυπίδα» (από εχμ.. «φόρουμ»).

Εξιδανικευμένη βερσιόν. (από Vrastaman, 19/09/08)(από Khan, 24/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λυκειάρχης.

Και «λύκαινα» στην περίπτωση που η λυκειάρχης είναι γυναίκα.

Έτσι αποκαλούνται από μαθητές κυρίως, στην σχολική αργκό, προφανώς λόγω της ηχητικής συγγένειας των λέξεων.

Από τη σελίδα των schooligans:

«Γεια σας. Σας στέλνουμε από ένα κωλοχώρι της Εύβοιας. Στην αρχή όταν ο λύκος (σ.σ. ο λυκειάρχης) άκουσε ότι μπορεί να κάνουμε κατάληψη ήρθε στην τάξη και μας είπε ότι «η επαρχία δεν κάνει τέτοια». Όταν τελικά είδε ότι η επαρχία κάνει τέτοια, μας είπε ότι έχει βγει εγκύκλιος και ότι «έστω και για μια μέρα κατάληψη οι εκδρομές κόβονται αυτομάτως». Νόμιζε ότι θα μας φοβίσει! Τι να τις κάνουμε τις εκδρομές με τόσο μαλακία σύστημα;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε