Κάποιος που πανικοβάλλεται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος.
- Τι πανικοβλαμμένος που είναι ο Κώστας! Αφού ήξερε πώς θ' αργήσουμε.
Κάποιος που πανικοβάλλεται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος.
- Τι πανικοβλαμμένος που είναι ο Κώστας! Αφού ήξερε πώς θ' αργήσουμε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κάποιος που είναι ταυτόχρονα ξενέρωτος και ανέραστος, με τη μία ιδιότητα να τροφοδοτεί την άλλη ατέρμονα, αδιάκοπα και ατελείωτα.
- Έχω δει ξενέραστες γκόμενες, αλλά αυτή ξεπερνά κάθε προηγούμενο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο συνεργάτης που μόνο συνεργάτης δεν είναι τελικά. Η λέξη προκύπτει με την αλλαγή του προθέματος «συν» με το πρόθεμα «πλην». Μη συγχέεται με τον «πλυνεργάτη», τον άνθρωπο που καθαρίζει τζάμια, και που είναι η δουλειά που εύχεσαι να έκανε ο πληνεργάτης σου.
Παράγωγα: πληνεργασία.
- Πληνεργασία να σου πετύχει!
- Τι έγινε πάλι;
- Η πληνεργάτιδα μου, ό,τι θέλει καταλαβαίνει στα μέιλ που της στέλνω.
- Μήπως να της έκανες δώρο κάνα πανί και κάνα καθαριστικό;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!