Κατσικαννιάρης, -α, -ικο: (μειωτ.) αυτός που έχει πόδια κατσικιού. ΣΥΝ. στραβοκάννης, στραβοπόδης.
ΕΤΥΜ.: < κατσίκα + καννιά (τα πόδια) >

- Τι φάουλ μωρή σερπαντίνα, κατσικαννιάρη, τραγί, μούσχαρε εε μούσχαρε !!!
- Βγάλ' τον έξω σε παρακαλώ πάρα πολύ!
- 'Ντάξει, 'ντάξει, τέλος, τέλος, 'ντάξει θα κάτσω εδώ φρόνιμος, ήσυχος θα κάτσω. Έλα πάμε...

Έχει γράψει την ιστορία του (από sstteffannoss, 01/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία