Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε με έκπληξη ή θαυμασμό ή απορία κάτι το σπάνιο, το εξαιρετικό, το παράταιρο, το μοναδικό, το αξιοθαύμαστο. Συνοδεύεται απαρέγκλιτα στη συνεχεία με το "δεν είδα" το οποίο αναφέρεται στο περί ου ο λόγος γεγονός, αντικείμενο η κατάσταση. Παρόμοιες εκφράσεις: "τόσα χρόνια βαρελάς ...τέτοιο πάτο δεν ξανάδα" επίσης "Σαράντα χρόνια φούρναρης ...έχω ψήσει"

(από παροιμία) : "είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα άτομο που κατορθώνει και επιβιώνει η βιοπορίζεται η μεγαλουργεί νόμιμα και αξιοπρεπώς με θεμιτά μέσα, ευστροφία, ικανότητα αλλά και με πονηριά, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει σωματικά ιδιαίτερα.

Στη παρέα

ΕΡΩΤΗΣΗ:-Καλά ρε συ, για πες μας το μυστικό?! Πως τα καταφέρνεις? Εμείς δουλεύουμε απ το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν μπορούμε να σταυρώσουμε δραχμή.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:- Α παιδιά όλα κι όλα, ο βλάχος κρασί πίνει, αλλά αμπέλι δεν σκάβει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σημαίνει κρεββάτι, όμως χρησιμοποιείται και σαν φωλίτσα, στρώμα, κατάλυμα, κόγχη. Από το τούρκικο yatak, που σημαίνει κρεββάτι.

"... απάνω στο γιατάκι σου, φίδι νωθρό κοιμάται.." από το ποίημα "Θεσσαλονίκη" του Νίκου Καββαδία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει βιοπορισμό, περιορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, διαχείριση κατάστασης η χειραγώγηση προσώπου.

1) -ΕΡΩΤΗΣΗ:-και πως τα φέρνεις βόλτα?
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:-πουλάω μαλλί της γριάς στα πανηγύρια.

2) -Πάλι τον έφερε βόλτα τον προϊστάμενο και κατάφερε να πάρει 2 φορές αύξηση στον ίδιο χρόνο.

3) -Μου 'πέσαν δέκα προβλήματα μαζεμένα στο κεφάλι και δεν ξέρω πώς θα τα φέρω βόλτα.

4) -Πρώτο καμάκι ο Ντίνος, την έφερε βόλτα τη Σουηδέζα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Γνωρίζω κάτι καλά και σε βάθος, το κατέχω, επί αρνητικής έκφρασης συντάσσεται συχνά με το «γρυ».

- Δεν σκαμπάζω γρυ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι τεσσάρες των ζαριών.

Στο απαγορευμένο τυχερό παίγνιο μπαρμπούτι αξιολογούνται ως κακή ζαριά, ζαριά που χάνει.

Μεταφορικά οι ατυχίες, οι αναποδιές.

Από το τούρκικο dort=τέσσερα.

...φέρε και καμμιάν εξάρες
φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες φτάνουν πια τόσοι καυμοί...

τραγουδάει στη ζωή, ο αείμνηστος σερ Μπιθί.

(από iwn, 23/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όλοι περνάνε στη ζωή τους δύσκολες, δυσάρεστες έως δυσβάσταχτες καταστάσεις από τις οποίες, όσοι επιζούν, βγαίνουν πιο δυνατοί και πιο σοφοί, και κοιτώντας τες πίσω τους, διαπιστώνουν ότι δεν ήταν δα και τόσο δύσκολες η φοβερές όσο τις σκιάχτηκαν πρώτο αντικρίζοντας τες.

Η έκφραση έρχεται λοιπόν να περιγράψει μεταφορικά και λακωνικά το αίσιο τέλος μιας οδύσσειας ή μιας μακροχρόνιας δύσκολης κατάστασης και να δώσει ελπίδα και θάρρος στον άνθρωπο που κολυμπάει σε άλυτα η δυσεπίλυτα, κατά τη γνώμη του, προβλήματα, χρησιμοποιώντας σαν μέθοδο την υποβάθμισή τους, όσο σοβαρά και αν είναι.

Κυκλοφορεί επίσης και ως “ο διάβολος δεν είναι τόσο άσχημος όσο τον ζωγραφίζουν”.

  1. - Έχασα το σπίτι μου, μου 'φυγε η γυναίκα μου με το παιδί μας και οι πιστωτές μου με κυνηγάν να με κλείσουν φυλακή.
    - Μη στενοχωριέσαι, η κόλαση δεν είναι τόσο άσχημη όσο τη ζωγραφίζουν.

  2. - Τελικά πήρα πίσω το σπίτι, η γυναίκα μου ξαναγύρισε με το παιδί και το χρέος ρυθμίστηκε με δόσεις.
    - Είδες που σ'τά 'λεγα; Η κόλαση δεν είναι τόσο άσχημη όσο τη ζωγραφίζουν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λύσσα είναι μια νόσος που οφείλεται σε ιό. Μεταξύ των άλλων συμπτωμάτων της, συνοδεύεται με απώλεια της ψυχικής ισορροπίας και κατά κανόνα καταλήγει στο θάνατο. Μεταφορικά, πρωτίστως η έκφραση χρησιμοποιείται ως δήλωση δυσαρέσκειας για μαγειρεμένο φαγητό που περιέχει πολύ αλάτι. Σε ευρύτερη όμως χρήση και για να επισημάνει ότι κάποιος υπερβάλει η επιμένει σε μια κατάσταση αρχικά αποδεκτή.

Α. ο σύζυγος:-Αμάν ρε γυναίκα, πόσο αλάτι έβαλες πια στο φαγητό!? Λύσσα το 'κανες.

Β. Προς τον φίλο της παρέας που επιμένει να λέει κρύα ανέκδοτα του ιδίου τύπου: -Φτάνει πια ρε φίλε, λύσσα το 'κανες. λύσσα το 'κανες λύσσα το 'κανες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Παρατηρώ κάτι με κρυφό ενδιαφέρον, δήθεν φευγαλέα, με συγκεκαλυμμένη έντονη κτητική διάθεση και επιθυμία, είτε για πράγμα είτε για πρόσωπο.

Επίσης και επιθυμώ σφόδρα, γουστάρω ν' αποκτήσω, ψήνομαι να.

Από το βλέφαρο του ματιού.

Συνώνυμα: κοζάρω μπανιζοκοζαρίζω, μπανιζοκοζάρω, μπανίζω, ζαχαρώνω, κοιτάω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Επίσης «ρίχνω βλέφαρο», που σημαίνει επίσης παρατηρώ, κοιτάζω, πλην όμως ελάχιστα ως προς τη χρονική διάρκεια και ενδιαφέρον και ως βάρος, αγγαρεία.

  1. Εκείνη: - Λάκη κάτσε φρόνιμα, σε είδα πως τη βλεφάριαζες όλο το βράδυ τη γκόμενα.

  2. Πριν την επίσκεψη στο WC: - Βάλε στην τσέπη το κινητό σου, γιατί ο τύπος στη γωνία το βλεφαριάζει άσχημα.

  3. Ο γκατζετάκιας: - Βλεφαριάζω από μέρες το καινούργιο iphone, θα πάω αύριο στο Πλαίσιο να το αγοράσω.

  4. Προς τον συνοικιακό γόητα: - Έλα βρε Μηνά, μην είσαι τόσο ακατάδεκτος, ρίξε και σε μας κάνα βλέφαρο.

  5. Ο αιώνιος: - Αύριο αρχίζει η εξεταστική, πα να ρίξω κάνα βλέφαρο στην αντοχή υλικών.

ΔΥΟ ΤΕΧΝΗΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ (από iwn, 01/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορικά η επίπληξη, η κατσάδα.

Τέτοια ώρα που 'φτασες , θα τ΄ακούσεις τα κάλαντα από τον προϊστάμενο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία