Χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε προδικασμένες, σίγουρες αποτυχίες.

Εχω ξεμείνει απο βενζίνη, οι κουφάλες οι τελωνειακοί έχουν απεργία, και θέλω να πάω Θεσσαλονίκη αύριο, πώς θα τα καταφέρω; Το γαμήσαμε και ψόφησε , φίλε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άρες, μάρες, κουκουνάρες, κοινώς όταν η κατάσταση είναι μπαχαλότερη του μπαχάλου, όταν οι ασυναρτησίες πάνε σύννεφο και γενικώς χρησιμοποιούμε την έκφραση όταν θέλουμε να εκφράσουμε τα... ανέκφραστα.

Τον είχα βάλει κάτω και τον ρωτούσα ποιο ήταν το γκομενάκι που τον τσίλιαραν μαζί τις προάλλες και άρχισε να μου λέει, να μου λέει, στο τέλος ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι μού' λεγε, τσουλουμουτζουκούμ τσιτσιρή η κατάσταση παίδες... το πήρα απόφαση, θα τον στείλω στην μάνα του!

Επίσης δες και σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ούτε η μαντζουράνα φυτρώνει στα υπόγεια (θέλει φως), ούτε ο γάιδαρος σκαρφαλώνει στα κεραμίδια (έκτος και αν είναι υβρίδιο γάτας-γαϊδάρου), άρα έχουμε την απόλυτη έκφραση για τις ασυνάρτητες ομιλίες και εν γένει για κάθε ασυναρτησία - συμπεριλαμβανομένων και των ασυνάρτητων ανθρώπων που δεν μπορούμε να τους έχουμε εμπιστοσύνη.

Μην μου πεις οτι πιστεύεις όσα λένε οι πολιτικοί; Αυτοί είναι μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δείχνει πόσο ξεκάθαρο και απλό είναι κάτι που συζητούμε.

Μωρό μου, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα που λες! Ένα και ένα κάνουν δύο, ή με αγαπάς και κανονίζουμε ημερομηνία γάμου ή δεν με αγαπάς και χωρίζουμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ορισμός της πλήρους αποτυχίας σε όλα τα επίπεδα και διαστάσεις.

Συνήθως με αυτή την έκφραση απευχόμαστε έμμεσα το δυσάρεστο που πρόκειται να μας συμβεί.

Δεν έχω μία πάνω μου και χρωστάω και της Μιχαλούς. Τα παιδιά θέλουν καινούρια παπούτσια και η τιμή του αρνιού έχει βγάλει φτερά. Έτσι και δεν πάρω το δώρο σήμερα... χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση! Με ψωμί και τυρί θα την βγάλουμε το Πάσχα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση... πασπαρτού για όλες τις ενοχλητικές, εκνευριστικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του στυλ «πού πας;» «πού ήσουν;» «πού θα πάμε;».

(Η λέξη ταμτούμ είναι παραφθορά της λέξης ταμτάμ, του τυμπάνου δηλαδή που ακούγεται στην ζούγκλα).

- Αγάπη μου, όταν πάρεις το δώρο του Πάσχα, πού θα πάμε;
-Στο ταμτούμ για μαϊμούδες!

Δες και στο Ταμτούμ γι' αλεπουτόμαρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι από λίγο έως πολύ μαλάκας εραστής ή απλώς τον έχει χαλαρό και όχι ντούρο.

Μα πού πάει και τους βρίσκει τους μαλακογάμηδες αυτή η κοπέλα, βρε παιδί μου! Χάθηκε να βρει έναν άντρα της προκοπής, να της τον σφυρίζει ολημερίς και ολονυχτίς!

Αλέξανδρος "Ντούρος-Ντούρος" Κουμουνδούρος: δεν υπήρξε ποτέ μαλακογάμης (από Vrastaman, 14/04/09)

Βλ. και μαλακοκαύλης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιός slang όρος που άκουσα πρόσφατα από υπέργηρο αλανιάρη Πειραιώτη.

Έτσι αποκαλούσαν τις τσαχπινομπιρμπιλογαργαριάρες που επιδίδονταν μετά μανίας στον πεοθηλασμό και το έφθαναν φυσικά μέχρι τον λάρυγγα.

- Βρε πώς έγινε έτσι η Τασία; Την θυμάσαι στα νιάτα της;
- Αμ και δεν την θυμάμαι! Ξεχνιέται τέτοια λαρυγγοπιπιλόζα παλουκοπηδήχτρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που πουλάει μούρη μέσω μοντέρνων εφετζίδικων καταστάσεων.

Tουτέστιν αυτός που τραβάει την προσοχή, είτε με το ντύσιμο, είτε με αυτοκίνητο ή κάποιο άλλο προϊόν τεχνολογίας, ή ακόμη και με κάπως ελαφρώς εκκεντρική συμπεριφορά, διαθέτοντας παράλληλα και το σχετικό υφάκι τού «εγώ είμαι και άλλος κανείς».

Mε την μόνη διαφορά, ότι δεν έχει και τόσο αρνητική σημασία, και μάλλον θεωρείται προσόν να σε χαρακτηρίσουν μουράτο ή μουράτη, ίσως γιατί τελικά αποδεικνύεται ότι, οι μουράτοι κρύβουν και μια δόση πραγματικής μαγκιάς μέσα τους.

Νέος, ωραίος, κορμάρα, μουράτος, έχει και κότερο. Να του την πέσω ή θα με πει εύκολη;

Σχετικά λήμματα: μούρη, Μουρίνιο, πουλάω μούρη, πρώτη μούρη στο Καβούρι, πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore. Δες και -άτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία