Κυριολεκτικά, ικανοποιώ την επιθυμία μου για τσιγάρο (ή και άλλες ουσίες), μετά από στέρηση. Από την τούρκικη λέξη χαρμάνι (harman), που σημαίνει «μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού».

Η αίσθηση ικανοποίησης και χαλάρωσης του στερημένου χαρμανιασμένου έπειτα από ένα τσιγάρο οδήγησε στη μεταφορική χρήση του ρήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ξέσπασμα και την ανακούφιση κάποιου έπειτα από μακροχρόνια στέρηση ενός οποιουδήποτε πράγματος.

Μεταφορικά, είναι συνώνυμο των: έρχομαι στα ίσα μου, ξεθυμαίνω, ηρεμώ, ξεσπάω.

  1. Είχα την ανάγκη να ξεχαρμανιάζω και να γράφω την αποψή μου, μιας και κανείς εκδότης-καναλάρχης-νταβατζής των ΜΜΕ, δεν μπορεί ν' αντέξει την ελευθερία της άποψης. (από νετ)

  2. Άσε, είχα τρεις μήνες να πηδήξω. Ευτυχώς που ήρθε το Μαράκι και ξεχαρμάνιασα λιγάκι.

  3. Τρελό πήξιμο στη δουλειά. Ευτυχώς που θα φύγω ένα τριήμερο να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.

Αντώνυμο: Τώρα κλαίνε όλα τα αλάνια, που θα μείνουνε χαρμάνια! (από Hank, 12/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που λέγεται για να δηλώσει ότι ο εγκέφαλος έχει κουραστεί, χάνει λάδια, έχει κάψει φλάντζες (οι λόγοι πολλοί: άνοια, γηρατειά, καμένα / τσιγαρισμένα εγκεφαλικά κύτταρα, κλπ.).

Η έκφραση χρησιμοποιείται από τον «πάσχοντα» όταν δεν θυμάται κάτι ή/και όταν απαντήσει λανθασμένα σε ερώτηση, δηλώνοντας ότι μ' ένα μυαλό πορεύεται μια ζωή και άρα είναι λογικό να χάνει από κάπου το όργανο.

  1. «Ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι και αυτό όχι πρώτης ποιότητας», λέει η μαμά μου!
    (εμπνευσμένο, από νετ)

  2. Άψογος, νέε μου. Το έχω χρησιμοποιήσει σε 5 παραδείγματα και δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν υπήρχε μέχρι τώρα ως λήμμα. Ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι...
    (από σχόλιο του χρήστη acg στο slang.gr)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία