Έκφραση που χρησιμοποιούμε προς διασκέδασιν γενικευμένης πικρίας μετά από ήττα σε οποιοδήποτε ομαδικό άθλημα. Ευγενής εκδήλωση αποδοχής τής ήττας, συνδυασμένη, όμως, με υποφώσκουσα ενδόμυχη πίστη στην ανωτερότητα της ομάδας μας. Χρησιμοποιείται κατά κόρον σε επιτραπέζια τεχνικά παιχνίδια, όπου η τύχη παίζει πολλές φορές καθοριστικό ρόλο, π.χ. μπριτζ, μπουρλότο, πρέφα, κούπες κλπ. Την μπιρίμπα σκοπίμως δεν την αναφέρω, καθώς δεν πρόκειται για παιχνίδι αλλά για βάναυσο σκότωμα της ελεύθερης ώρας.

Ενίοτε η έκφραση χρησιμοποιείται και στο σκάκι, αλλά μόνο σε παρτίδες blitz· σε παρτίδες πέραν του δεκαλέπτου, η επίκληση της συγκεκριμένης φράσης ως διαλύτου της υπερίσχυσης του αντιπάλου δέον να αποφεύγεται, καθώς μόνον θυμηδίαν μπορεί να προκαλέσει και ουχί μείωσιν καθ' οιονδήποτε τρόπο της δίκαιης και άξιας νίκης του αντιπάλου.

-Άντε, μοίρασε!
-Τι να μοιράσω, ρε παπάρα, αφού βγήκαμε!
-Μήτσο, παίξαμε τίμια και χάσαμε άδικα

Παίξαμε τίμια και χάσαμε άδικα! (από panos1962, 07/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που λέμε όταν κάποιος δείχνει σε κάποιον άλλο, με τρόπο ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο, ότι έχει άδικο. Η ετυμολογία της φράσης είναι μάλλον προφανής, καθώς σημαίνει ότι κάποιος «βοηθάει» τον άλλο να δει τα πράγματα πιο σωστά, πιο καθαρά.

  1. - Είδες τη συζήτηση στη βουλή; Ο Γιώργος τα είπε ωραία.
    - Ναι, αλλά ο Βαγγέλης, στο τέλος, του φόρεσε τα γυαλιά.

  2. Ο γενικός μας έριξε κάτι πουστριλίκια το πρωί, αλλά ο Αντώνης έφερε όλα τα παραστατικά, που ο ίδιος είχε υπογράψει, και του φόρεσε τα γυαλιά.

(από panos1962, 18/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιγράφει όργιο σοδομισμού και γενικότερων πρωκτικών απολαύσεων (τρελά κωλογαμήσια).

Πρόκειται για παραφθορά του μπαμπαδίστικου «χαμός στο ίσωμα» που σημαίνει γενικευμένος χαμός, τρέλα, κατάσταση εκτός ελέγχου.

  1. Ήρθε χθες βράδυ η Ελένη με μια ξαδέλφη της, τι να σου λέω! Οικογένεια γαμιόμαστε! Έγινε χαμός στο πίσωμα

  2. -Ξεσκιστήκαμε χθες με το Γιώργο.
    -Του 'δωσες κώλο;
    -Αν του 'δωσα; Χαμός στο πίσωμα έγινε!

Έτερον κότερον ο "χαμός στο πίσσωμα" (από Vrastaman, 09/12/09)Χαμός στο πίσωμα! (από panos1962, 09/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαμπαδίστικη έκφραση που δηλώνει ότι άλλα λέγαμε, άλλα πιστεύαμε, κι άλλα μας ήρθαν.

Π.χ. «Είπαμε να πάμε τον Αύγουστο στο Καλαμίτσι για να αποφύγουμε τον πολύ κόσμο. Εσύ είσαι που το λες;» σημαίνει ότι πιστεύαμε πως τον Αύγουστο θα είχε λιγότερο κόσμο στο Καλαμίτσι, αλλά είχε περισσότερο κι από τον Ιούλιο.

  1. Νόμιζα ότι η Γεωργία ήταν παρθένα. Εσύ είσαι που το λες; Χθες πηδηχτήκαμε κι έγινε χαμός στο πίσωμα, δεν ήξερα από πού να φύγω.

  2. Πήγα στο ΚΕΠ για να τελειώνω γρήγορα. Εσύ είσαι που το λες; Μια ουρά ένα χιλιόμετρο. Έφυγα πάραυτα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σφεντόνα λέμε, πολλές φορές, την πολύ γρήγορη εκκίνηση, ή γενικότερα κάτι που κινείται με ταχύτητα που προσομοιάζει πέτρα την ώρα που εκτινάσσεται από το φερώνυμο όργανο.

  1. Ρε συ, τι είναι αυτός ο Μπολτ; Σφεντόνα έφυγε!

  2. Πέρασε ο Τζάιρο με το Πεζό. Το 'χει πειράξει και πήγαινε σφεντόνα. Θα σκοτωθεί καμιά ώρα ο μαλάκας.

Σφεντόνα (από panos1962, 09/12/09)Σφεντόνα έφυγε… (από panos1962, 09/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η σχισμή ανάμεσα στα δύο κωλομέρια. Πραγματικά, νομίζω δεν υπάρχει επίσημος ορισμός για την εν λόγω περιοχή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις λέγεται και κωλοχαράδρα.

  1. Πώ, ρε μαλάκα, έσκυψε και φάνηκε η κωλοχωρίστρα!

  2. Το βρακί χώθηκε όλο στην κωλοχωρίστρα κι ούτε που δίνει σημασία, η καριόλα.

  3. Τα είδες τα καινούρια στρινγκ-στέκα; Καλά, τι φοράνε, ρε, οι πουτάνες;

(από panos1962, 20/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε για να καυτηριάσουμε ακριβό αντρικό ντύσιμο σε όχι πολύ φανατικούς άντρες. Λέγεται και ως αυτοαναφορικό. Ετυμολογείται από τον Υβ Σαιν Λωράν ο οποίος υπήρξε γνωστή γκέισα· η σχέση του με τον Νουρέγιεφ ήταν θυελλώδης.

  1. Ω, με γεια το πουλόβερ! Ιβ Σεν Φλωράν είναι;

  2. Τι φοράει, ρε ο Ιβ Σεν Φλωράν;

  3. Πάρε τη γκέισα! Πού βρήκε λεφτά για Ιβ Σεν Φλωράν;

Yves Saint Laurent (από panos1962, 03/11/09)Αλέξανδρος Ιόλας (από panos1962, 03/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαβγατίζω, γαβγάτισμα.

Ακριβώς αντίθετο του «αβγατίζω», «αβγάτισμα». Σημαίνει τη διασπάθιση περιουσίας, την αλόγιστη σπατάλη, την παντελή έλλειψη πνεύματος οικονομίας. Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, φαίνεται να είναι παράγωγη του «αβγατίζω» με μια δόση γαβ που φέρνει σε σκυλάδικο, δηλαδή αλόγιστο ξόδεμα και σπατάλη σε νυχτερινό κέντρο αμφίβολης ποιότητας.

  1. Του άφησε ο γέρος του πολλά εκατομμύρια, αλλά μέσα σε δυο χρόνια τα γαβγάτισε, ο μαλάκας, και τώρα είναι πανί με πανί!

  2. - Πληρώθηκα σήμερα.
    - Πάμε να τα γαβγατίσουμε.

  3. Πήγαμε χθες στο καζίνο με τη Μαρία και γαβγατίσαμε 400€!

Γαβγάτισμα στο καζίνο (από panos1962, 03/11/09)Γαβγάτισμα στα μπουζούκια (από panos1962, 03/11/09)Γαβγάτισμα (από panos1962, 03/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω κάποιον βαπόρι, σημαίνει τον φέρνω εκτός εαυτού, τον εκνευρίζω, τον μπριζάρω. Βαπόρι, κατά κυριολεξία, είναι το ατμοκίνητο καράβι (από το αγγλικό vapor που σημαίνει ατμός). Επομένως, ο όρος συνδέεται με την πίεση του ατμού που χρησιμοποιείται στους ατμοκινητήρες.

  1. Μ' έπιασε το πρωί η Ανθούλα και μ' άρχισε στα πουστριλίκια για το ισοζύγιο, ενώ το λάθος ήταν δικό της. Άσε, βαπόρι έγινα!

  2. Τον άρχισε πάλι με τα πολιτικά και τον έκανε βαπόρι.

  3. - Θα πάω να του τα πω. Δεν μπορεί να συνεχίζεται άλλο αυτή η κατάσταση!
    - Να πας, αλλά θα γίνει βαπόρι, να το ξέρεις.

Queen Mary I (από panos1962, 21/11/09)Βαπόρι έγινα! (από panos1962, 21/11/09)

βλ. και τούρμπο / έγινα τούρμπο, έγινα βαπόρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω κάποιον ασήκωτο σημαίνει ότι τον δέρνω πάρα πολύ, σε βαθμό να μην μπορεί να σηκωθεί, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του. Πρόκειται για μπαμπαδισμό, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως και στις μέρες μας.

  1. Άσε, πιαστήκαμε στα χέρια με κάτι ΟΥΚάδες και μας κάνανε ασήκωτους.

  2. Τη βγήκε σε κάτι ψωμιά και τον έκαναν ασήκωτο.

(από electron, 21/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία