Ο ειδικός χορός με μικρά, χοροπηδητά βηματάκια, παρόμοιος με ορισμένους ποντιακούς, που κάνει κανείς σε αμμώδη παραλία από τις 12 έως τις 17.00, όταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα, έχει να περπατήσει απόσταση μεγαλύτερη απ' όση αντέχουν οι πατούσες του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πετσέτα του. Θερμοκρασία άμμου: άνω των 45° C.

Άρχισε Λίτσα την αμμούμπα γιατί θα βγάλω φουσκάλες μέχρι να φτάσουμε στην πετσέτα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

O ομοφυλόφιλος που ερωτεύεται (πολύ) μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες.

Ο Γιώργος; Αυτός ο παππούστης;! Αμ πούστης, αμ 22 χρονών, αμ γυρνάει με έναν άλλονα πού'ναι 50άρης και βάλε...

ο παπούστης... (από MXΣ, 03/04/12)

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκέι φίλος μιας λεσβίας, που ποζάρει για σχέση της για λόγους αλληλοκάλυψης.

- A, κοίτα, η Νατάσσα με τη λεσβιτρίνα της!

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Tο σοκ που θα πάθει η ελληνική κοινωνία έτσι και μάθει πόσοι διάσημοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, λογοτέχνες, επιστήμονες κ.ά. είναι ομοφυλόφιλοι/-ες.

- Kαλέ, έπαθα μια αδερφρίκη! Tα έμαθες για τον .....;

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το περιπολικό. Γιατί; Ε, γιατί όπως και το σλιπάκι, έτσι κι αυτό έχει μέσα @@.

Συνώνυμο : μπατσάδικο

- Μην τρέχεις ρε Γιάννη, θα μας σταματήσει το σλιπάκι. Δεν το βλέπεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εφυολόγημα που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο άντρας που δεν είναι καθόλου ομοφυλόφιλος και κυνηγάει συνέχεια από πίσω τη φούστα. Το 24/7 καμάκι.

Επαινετικός λόγος: «Είσαι και μεγάλος φούστης ρε μάγκα.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποδοσφαιρικός όρος. Σύνθετη λέξη με την γιουγκοσλάβικη κατάληξη «-ιτς».

Αυτός που δεν μπορεί να πετύχει την μπάλα με τίποτα, δεν τη βρίσκει στο πέρασμα της. Ούτε με σφεντόνα, ούτε με όπλο, ούτε και με κανόνι.

- Μωρέ 'ντάξ, φιλότιμος είναι.. αλλά πολύ δεντηβρίσκοβιτς ρε παιδί μου...

Δες και δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποδοσφαιρικός όρος.
Η άκρως ελληνική λέξη για αυτόν που δεν τρέχει και δεν στρίβει. Η ρίζα της λέξης είναι ο βαλσαμωμένος με την ποντιακή κατάληξη «-ίδης».

-Άσε μωρέ με τον Βαλσαμίδη. Αν μάρκαρε δε θα τρώγαμε το γκολ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η επιστημονικά ανεξήγητη πάθηση από την οποία υποφέρουν ορισμένοι συνάνθρωποί μας κατά την οποία νομίζουν ότι το λαχανί συνδυάζεται επιτυχώς με το κόκκινο της φωτιάς ή, εδώ που τα λέμε, με οποιοδήποτε άλλο χρώμα.

Μα μού'ρθε μωρέ με λαχανί φούστα και κόκκινο πέδιλο;! Τέτοια γουστέλλειψη πια;;;!!!

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το είδος αθώων ψεμάτων που αναγκάζεσαι να πεις σε όποιον ζητά τη γνώμη σου για κάτι που φορά αλλά δεν μπορείς να του πεις στα ίσα ότι είναι άθλιο διότι δεν τον ξέρεις αρκετά καλά ή προσπαθείς να κρατήσεις τα προσχήματα.

-Ε, και είπα εκεί κάτι ψευδοπτώματα. Τί να πω;;; Ότι το καπέλο της ήταν σαν καθήκι;;;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία