1. Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.

  2. Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.

Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά

  1. Πάλι τζοχαδιάστηκες με το τίποτα, ρε ηλίθιε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τηλεφωνώ σε call girl (c.g., προφ. σι τζι) με στόχο το ξεφόρτωμα (ή την ειλικρινή σχέση, αν είμαι πολύ-πολύ μαλάκας).

Παράγωγα: σιτζάρισμα, σι τζι μαν (= αυτός που σιτζάρει), σιτζάτος (= αυτός που μόλις σιτζάρησε).

- Πάλι σιτζάρισες ρε αυνανιστή;
- Τι να κάνω, Αλαριχάκο μου, αφού δεν μου κάθεται ούτε θηλυκιά κατσίκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αφρικανός πωλητής CD.

Δεν είναι ούτε πέντε λεπτά που έχω κάτσει στο γαμομάγαζο, και έχουν περάσει δέκα σιντάραπες! Έλεος πια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.

Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.

Συνώνυμο: γλυκομούνα.

- Καλά, η τύπισσα είναι να πηδάς μέχρις αποφράξεως σπερματοφόρων αγωγών.
- Τόσο απαλομούνα είναι, ρε;

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βλ. απαλομούνα.

Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ τριχωτός και πιθηκομούρης άνδρας, συχνά προχωρημένης ηλικίας. Σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο: «-Τι τραγουδάει λαϊκά και πηδάει από δέντρο σε δέντρο; -Ο Πιθηκώτσης».

- Μου κολλάει τ' αφεντικό μου, αλλά είμαι τόσο άφραγκη που...
- Μη μου πεις ότι θα κάτσεις σ' αυτόν τον πιθηκώτση!;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κοπέλα της οποίας τα έσω χείλη του αιδοίου είναι κατσαρά, με άφθονες πτυχώσεις, και συνήθως αισθητά πιο προτεταμένα από τα έξω χείλη του αιδοίου. Όταν επιχειρείς αιδοιολειχία, μπορείς να τα ρουφήξεις ώστε να ξετυλιχτούν μέσα στο στόμα σου.

- Σιχαίνομαι το γλειφομούνι, δεν το κάνω ποτέ.
- Κι εγώ, αλλά άμα είναι σγουρομούνα η γυναίκα...

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Τσιπτετελικόν επιφώνημα τουρκικής προέλευσης (şinanay). Ακούγεται στο άσμα:

    Σήκω χόρεψε κουκλί μου,
    να σε δω να σε χαρώ
    τσιφτετέλι τούρκικο
    σινανάι γιαβρούμ σινανάι να.

    Άλλοι το εκφέρουν ως «νινανάι», αλλά το ορίτζιναλ είναι το πρώτο.

    Παρόμοια επιφωνήματα: μεγεμελέ, λάι λάι λάι, νάι νάι νάι, νε τσαρέ, ε γκιουλέ ολσούν, για χαμπίμπι, για λελέλι.

  2. Το κουνιστό οριεντάλ τραγούδι ή ο αντίστοιχος χορός.

  3. Το κέφι που προκαλείται από τέτοια τραγούδια ή χορούς.

Άμα αρχίσει το σινανάι, άντε να τους μαζέψεις ύστερα.

Τώρα και στην Κίνα. (από Galadriel, 16/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.

- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία