1. Αυτός που σου αρέσει πολύ, ο φοβερός και γαμιστερός μαζί.

  2. Αυτός που σε κάνει να φοβάσαι, ο τρομακτικός (κυριολεκτικά).

Και στις δύο σημασίες του, πρόκειται για σλανγκίζοντα όρο που χρησιμοποιείται κυρίως από κοπέλες, σχηματισμένος από το «φοβίζω», κατά το πρότυπο του «γαμιστερός» (<«γαμίζω», όπως λεγόταν κάποτε το γαμάω).

  1. Είδα ένα θριλεράκι πολύ φοβιστερό.

  2. Καλά, αυτό το φορεματάκι είναι φοβιστερό, φιλενάδα! Πού το ψώνισες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα ψωμάκια που σχηματίζονται σε κάθε πλευρά του γυναικείου σώματος, κατεβαίνοντας από τη μέση προς τα κωλομέρια (της γυναικός εκ του πλαγίου θεωμένης, ασφαλώς) και τα οποία, όταν η κοπελίτσα φοράει παντελόνι, ξεχυλίζουν πάνω από το ένδυμα. Χρησιμεύουν αποκλειστικά και μόνο για να κρατιέσαι όταν κάνεις έρωτα, σεξ, σεχ, σεξάκι, σεξάκοι κ.τ.ό. Και όταν γαμάς δεν είναι άσκημα, να εξηγούμαστε!

Βλ. και γαμοχέρουλα.

-Τι σ' αρέσει στην Κλεοπάτρα ρε ψηλέ; Αφού είναι χοντρή.
-Δεν είναι χοντρή ρε άσχετε! Απλώς έχει πλούσιες χειρολαβές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξελίσσομαι, προχωράω, βαίνω καλώς.

Σε αυτή τη σημασία, το ρήμα χρησιμοποιείται κυρίως στο γ΄ ενικό («τσουλάει») και διαδόθηκε ιδίως μετά το Λαβ Σόρρυ, όπου ο Σάκης ο Υδραυλικός (ναι, το είδος Saces hydraulicus brutalis) έλεγε τη γνωστή φράση: «άσ' το, τσουλάει», τ.έ. ας μην τα χαλάσουμε τώρα, αφού η σχέση μας προχωράει προς το θετικό. Χρησιμοποιείται συχνά στα πλάισια της ευρύτερης έκφρασης «τσουλάει το πράμα», με όμοια σημασία.

- Τελικά, πώς τα πας με τη Ρίκα;
- Δεν έχω παράπονο, τσουλάει (το πράμα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το υγρό που βγάζει το μουνί και αντιστοιχεί (τυπικά, τουλάχιστον) στο χύσι του πούτσου. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «χύσι». Χρησιμοποιείται και στον ενικό, «μουνοχύσι», αλλά ο πληθυντικός είναι πολύ πιο συνηθισμένος.

Συνώνυμο: μουνόφτυμα

- Θα μου κάνεις γλειφομούνι, Γιάννη μου;
- Αφού σιχαίνομαι τα μουνοχύσια, το 'χουμε πει εκατό φορές! Θες μήπως ένα μπούτσο;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα κολπικά υγρά. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «φτύμα» < «φτύνω», ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) στην ανατολική και βόρεια Πελοπόννησο.

- Πού πας βρε Δήμητρα; Πάνω στο κα(υ)λύτερο το κόβεις...
- Τι πού πάω, ρε Γιωργία; Τη φάτσα μου πάω να πλύνω, έχω γεμίσει όλη μουνόφτυμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μουτσούνα, τα κρεμασμένα μούτρα, η φάτσα που δηλώνει ότι κάποιος έχει χαλαστεί με μια κατάσταση. Από την ομοιότητα με την προβοσκίδα του ελέφαντος.

Έκφραση: κατεβάζω προβοσκίδα = μουτρώνω, χαλιέμαι και το δείχνω.

- Θα πάμε στη συναυλία της Βέσποινας Δανδή;
- Δεν μπορώ, έχει ματς απόψε.
- Μα μου το υποσχέθηκεεες... (κλαψ-λυγμ)
- Τι προβοσκίδα είν' αυτή που κατέβασες μωρή; Να πας μόνη σου, στην τελική!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που δηλώνει τη μετριότατη έως χάλια γκόμενα, τη λόου φακαμπίλιτυ, με την οποία ωστόσο κάνεις κονέ σε καιρούς αναβροχιάς.

Η κοπέλα αυτού του είδους μπορεί να συνδυάζει και πραγματικά αυτά τα τρία χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Αρκεί να είναι μπάζο οριακής φακαμπίλιτυ και να αναγκάζεσαι να την πηδάς.

Αυτό που σε κάνει να τη μισείς ακόμα περισσότερο είναι ότι τη χρειάζεσαι προσωρινά (ένα «προσωρινά» που ελπίζεις να κρατήσει όσο πιο λίγο) και αυτή νομίζει ότι τη θέλεις για την ομορφιά της και σου τη βγαίνει με αξιώσεις «κανονικής» γκόμενας.

Ο όρος προέρχεται από το τραγούδι των Κατσιμιχαίων με τίτλο «Κορίτσια της συγγνώμης», που λέει σε κάποιο στίχο: «όπως οι γκρίζες οι κοπέλες που μ' αγάπησαν, κάτι χλωμές, κάτι χοντρούλες με γυαλιά».

Συνώνυμα (αν και σεσινεπασλάνγκ): α) απ' ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα β) στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι.

- Τι έγινε ρε Στράτο; Τι προβοσκίδα είν' αυτή;
- Χέσ' τα, έχω να γαμήσω 8 μήνες!
- Γιατί δεν τα φτιάχνεις με την Ανθούλα που σε θέλει σαν τρελή; Κάνει για την περίπτωσή σου: χλωμή, χοντρούλα με γυαλιά!

(από Vrastaman, 14/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο υπερβολικά μεθυσμένος και/ή μαστουρωμένος.

Βλ. επίσης: σούρα, σουρώνω.

Σουρωμένος θα 'ρθω πάλι,
στην παλιά μας γειτονιά,
να σου παίξω μπουζουκάκι,
μ' όμορφη διπλοπενιά…
(παλιό ρεμπέτικο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ερωτική αυτοϊκανοποίηση, ο αυνανισμός, κοινώς μαλακία. Από την παρομοίωση με το κομπολόι, που τουρκιστί (και κατ' επέκταση προσφυγιστί) λέγεται «μπεγλέρι» (< beğler, «οι μπέηδες»).

Έτερες γραμματικές μορφές: μπεγλερίζω, μπεγλερ(ι)τζής, μπεγλεροπαίχτης.

- Η Πουλχερία έχει ένα γιο... άσ' τα. Καλά-καλά δεν έχει πατήσει τα 10 και το μπεγλέρι πάει σύννεφο!

Τους άντρες τους μπεγλέρισε. (από Khan, 10/03/11)τακα-τακα (από Khan, 16/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λεξιπλασία με βάση το Τρίκαλο και την καύλα. Λέγεται για επαρχιώτικο καυλοράπανο, που μιλάει άμα λάχει και με λίγο βλάχικη προφορά και που ζει σε κάποια ξεχασμένη επαρχία, αλλά που άμα πας μαζί της δεν θα την ξεχάσεις ποτέ(ς)!

- Βγήκαμε χτες με τη Ρίτα και έφερε μαζί της και μια φίλη της από την Άνω Ανασουμπίτσα, που τη λέγανε Αστέρω.
- Βλέπω χαμογελάς πονηρά... Ήτανε καλό;
- Τρίκαυλο σου λέω! Το ίδιο βράδυ της πήρα το κινητό και σε λίγες ώρες βρεθήκαμε μπρουμυτανάσκελα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία