Λάφρας, ο / λάφρα, η / λαφρύ, το. Ουσιαστικοποιημένο επίθετο που χαρακτηρίζει τον εκ γενετής ηλίθιο, τον εκ πεποιθήσεως ηλίθιο ή τον χαζοχαρούμενο... Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον ο οποίος δεν έχει υψηλό αίσθημα ευθύνης για μια δουλειά, σχέση, κατάσταση...
Προέρχεται από το ελαφρύς -> λαφρύς -> λάφρας.
Μα τί λάφρας είναι αυτός, δεν μπορείς να βγάλεις άκρη και να θες..
Δε θα συνεργαστώ με τον Πάνο, γιατί μεγαλύτερος λάφρας δεν υπάρχει, και πάλι σε μένα θα τα ρίξουνε..
- Ποιος είναι αυτός; - Ποιόνα λες ;
- Α εκείνον πού 'ρχεται..
- Έλα ρε... ο Τάκης, ο λάφρας του χωριού...