Εκ του «σύμπειρος». Σύνθετη λέξη, που σημαίνει τον μηχανισμό με πείρους.

Πες τους ρε φίλε Πανουργιά έχω εις τον πούτσον μου βιολιά
ορέ έχω εις τον πούτσον μου βιολιά
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια

(Λόγια του Καραϊσκάκη από την ταινία «Οι ιππείς της Πύλου», Νίκος Καλογερόπουλος, 2011)

Μηχανισμός κουρδιστού ρολογιού. Αριστερά το ζεμπερέκι, άκρο δεξιά η "τρίχα" το άλλο ελατήριο-εκκρεμές που κανει την ταλάντωσηνα δου (από dryhammer, 15/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία