Προέρχεται από το αρμένικο «καρτάς» (qartash) και αναλύεται σ : «qar» = πέτρα, «tashel» = να ομαλύνω, να διορθώνω, να δίνω σχήμα.

Στην αρμένικη της διασποράς, η λέξη «tashel» προφέρεται «dashel», οπότε και η σύνθετη λέξη που προκύπτει είναι «qardash».

... Πολύ δουλευταράς ο καρντάσης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία