Αυτός που φοβάται πολύ. Στον πληθυντικό κιοτήδες, στον αόριστο κιότεψα.
Αυτός που φοβάται πολύ. Στον πληθυντικό κιοτήδες, στον αόριστο κιότεψα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πέσιμο από γαιδούρι, μηχανάκι, μεταφορικά και με αυτοκίνητο, πέσιμο σε κολώνα, τοίχο, συνήθως με ευθύνη του αναβάτη-οδηγού.
Παράγωγα: στροφιάζω, στροφιάζομαι.
Εκεί στο δρόμο στροφιάστηκε εχθές με το χόντα ο τάδε και έφαγε τα μούτρα του. (για κάποιον που έτρεχε με το μηχανάκι και έπεσε)
Στρόφι ντε! (κακή ευχή, για να πέσει κάποιος που είναι απρόσεκτος)
Στροφιάσου. (διαταγή σε κάποιον να κάτσει στη καρέκλα ή να πέσει κάτω)
Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ελαφρά ζαλάδα, αίσθηση αδυναμίας.
χαημάρα < χαημός < χαμός (χάνομαι)
- Αισθάνομαι μια χαημάρα σήμερα, δεν ξέρω τι φταίει. - Κάτσε στη καρέκλα λίγο να μη πέσεις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σημαίνει δυσανασχετώ με κάποιον.
Η πιό συνηθισμένη έκφραση είναι κρατάω ρούτζα που σημαίνει κρατάω μούτρα.
Γιατί μου κρατάς ρούτζα, σου έκανα τίποτα;
Βγάλ' τη ρούτζα από τα μούτρα, δε μπορώ να σε βλέπω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μούρλια, τρέλα.
Η ζούρλια δε πάει στα βουνά.
Η ζούρλια η μούρλια και το κακό συναπάντημα.
Η ζούρλια πάει σύννεφο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κάνω κάτι κομμάτια.
Σιγά ρε, από το πολύ πλύσιμο έκανες το παντελόνι κοκλίβα!
Μην τρέχετε πάνω στα λιόπανα, θα τα κάνετε κοκλίβα!
Μας φάγανε τα ποντίκια τα σακκιά και τα κάνανε κοκλίβα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που έχει λούβα (λέπρα).
Μεταφορικά ο άρρωστος, αυτός που αρρωσταίνει εύκολα. Επίσης για τα ζώα.
Προσέχτε, μη τον φιλάτε γιατί είναι λουβιάρης.
Πάλι άρρωστος είσαι ρε λουβιάρη;
Αυτή η γίδα είναι λουβιάρα, θα την πουλήσω να ησυχάσω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο λεβέντης στα αρβανίτικα.
Ενίοτε ως παρατσούκλι, συνθετικό σε μικρό όνομα, πχ. ο Κωτσιονταής.
Για κοίτα ενα νταή.
Μη περνιέσαι για νταής γιατί θα φας της χρονιάς σου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τρέξιμο. Πηλαλάω το ρήμα.
- Τους είδε κανείς;
- Όχι, κάτι παιδιά ήταν που πηλαλάγανε στο δρόμο.
Πηλάλα γρήγορα να τους προλάβεις.
Πηλάλησα για να τον πιάσω αλλά μου γλίστρησε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Καλντάω - καλντίζω = κουράζομαι
Μεταφορικά: παραιτούμαι από κάτι, ψόφιος στην κούραση.
Αόριστος: εκάλντησα.
Ρε τι δουλειά πάτησα, στο τέλος όμως εκάλντησα.
Μη καλντίζουτε ρεεεε, δε μας πήρε η νύχτα ακόμα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!