Σλανγκασίστ από ψωλάρπαγας.

Η ασχολουμένη με την συλλογήν πεών. Η πεοσυλλέκτρια.

Συνώνυμο πουτσομαζώχτρα. Κατά το Παπαδιαμάντειο "Ἡ Σταχομαζώχτρα"

Ἡ ψωλομαζώχτρα

Τὸν Ἰούλιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Μύκονον. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τά πέη τῶν γυμνιστῶν, ἀδιαφορούσα διά τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ π᾽τάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ π᾽τάνες!»

Ας με συγχωρήσουν όσοι, όπως κι εγώ άλλωστε, αγαπούν τον κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων, για το "πείραγμα" της θαυμάσιας γραφής του. Αν και τύποις "ασεβές", δεν θέλει με κανένα τρόπο να μειώσει την αξία του κειμένου ή του συγγραφέα. Απεναντίας μάλιστα κρύβει απέραντη αγάπη και θαυμασμό για το συγγραφέα και το έργο του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το ψάρι, που είναι πιό γνωστό με τ'όνομα πεσκαντρίτσα. Αλλες ονομασίες της σκλεμπού, βατραχόψαρο, φανάρι, φλάσκα, σπερκελέτσο.Η επιστημονική ονομασία της είναι Lophius piscatorius, που σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, (αυτός που) "ψαρεύει με το λοφίο". Η ονομασία οφείλεται στο ότι, ζεί μισοχωμένη στη λάσπη του βυθού και προσελκύει τα θηράματά της κουνώντας ένα μικρό λοφίο,σαν σκουλήκι, που υπάρχει πάνω από το τεράστιο στόμα της. Μόλις κάποιο από τα πλάσματα του βυθού πλησιάσει για το δελεαστικό μεζέ, γίνεται μεζές το ίδιο! Περισσότερες πληροφορίες εδώ

χλεμπού ή πεσκαντρίτσαχλεμπού ή πεσκαντρίτσα

Στην Κύθνο, από πλευράς ονομασίας, η πεσκαντρίτσα είχε την ίδια αντιμετώπιση με το σαλούβαρδο. Αυτός, εξ αιτίας της ασκήμιας του έγινε σαχλιαμπάκος. Για τον ίδιο λόγο η πεσκαντρίτσα έγινε χλεμπού. Παλιότερα οι ψαράδες τις πετούσαν, επειδή δεν τις αγόραζε κανείς. Σήμερα πουλιούνται, αλλά πρέπει πρώτα να γδαρθούν. Πάντως κάνουν εξαιρετική σούπα.

Αγόρασα μιά χλεμπού σήμερα. Μου την έγδαρε ο ψαράς και την κάναμε βραστή. Λουκούμι!

Όπως και ο σαχλιαμπάκος, χρησιμοποιείται γιά να υποδηλώσει εξαιρετική ασκήμια.

Την είδες τη γυναίκα που πήρε ο Γιώργης; Σκέτη χλεμπού!

Στο σάη υπάρχει το λήμμα πεσκανδρίτσα για γυναίκα που, "παρά την αποκρουστική της ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι ονομάζεται στην Κύθνο, αλλά και σ' άλλα νησιά το φυτό πικροδάφνη, ή ροδοδάφνη, ένας αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Nerium oleander) με λογχοειδή σκουροπράσινα φύλλα και ροδαλά άνθη. Όλα τα μέρη της είναι εξαιρετικά δηλητηριώδη. φυλλάδα ή πικροδάφνη Για περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Στα άνυδρα νησιά, όπως είναι οι Κυκλάδες, τις βρίσκουμε στις ρεματιές, όπου ξεχωρίζουν με τα ρόδινα άνθη τους. Εξ αιτίας της πολύ πικρής γεύσης τους το όνομά τους χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε κάτι πολύ πικρό.

Τι καφές είν' αυτός; Εγώ σου ζήτησα μέτριο κι εσύ τον έκανες φυλλάδα!

Χαρακτηριστική είναι και η έκφραση πικροφυλλαδιάζομαι, που σημαίνει παίρνω μεγάλη πίκρα.

Ήτανε μωρέ να του πεις τέτοια βαριά κουβέντα; Πικροφυλλαδιάστηκε ο καημένος, μα δε σού'πε τίοτα! Βλέπεις σ' αγαπά που χάνεται!

Τα κλαδιά της είναι ανθεκτικά κι ευλύγιστα και το χτύπημα με αυτά είναι ιδιαίτερα οδυνηρό. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις "θέλει φυλλάδα" ή "δώσ'του φυλλάδα" που υπονοούν "ξυλοδαρμό".

Τι θα πει δεν ακούει; Ξέρεις τι θέλει; Φυλλάδα του Στιφού και μελίχλωρη**!*

*Στιφός: Τοπωνύμιο της Κύθνου.

**μελίχλωρη: Που δεν έχει ξεραθεί (έτσι είναι πιο ευλύγιστη και πονάει περισσότερο).

Επίσης έχω ακούσει στη γειτονική Σέριφο την έκφραση:

"Κάλιο να φας μια μαχαιριά, παρά Σερφιώτη φυλλαδιά!"

Δηλαδή πιό καλά να σε μαχαιρώσουν, παρά να δεχτείς "φυλλαδιά" από Σερφιώτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συγκροτημένη ομάδα μελών ενός πολιτικού κόμματος που έχουν κοινή ιδεολογική ταυτότητα και επιδιώξεις και συνεδριάζουν μυστικά για να αποφασίσουν ποια στάση θα κρατήσουν στα επίσημα κομματικά όργανα. (Από εδώ).

Ετυμολογία από τη ρωσική, фракция (εδώ), που με τη σειρά της προήλθε από τη λατινική fractio (εδώ).

Αυτοί έχουν κάνει φράξια και πάνε να διασπάσουν το κόμμα. (Από εδώ).

Παράγωγα φραξιονιστής, φραξιονισμός, φραξιονιστικός.

Άλλη μια λέξη της κομματικής αργκό προερχόμενη από το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, με τη γνωστή γλωσσική διαδρομή: Λατινικά => Ρωσικά (συνήθως μέσω κάποιας άλλης Ευρωπαϊκής γλώσσας, κυρίως της Γερμανικής => Ελληνικά. (Δες και κοοπτάτσια).

Βέβαια όπως συνήθως συμβαίνει (το'χα πάθει και γώ άλλωστε, εδώ) η λέξη απέκτησε άλλη σημασία στ' αυτιά των "αμύητων", όπως φαίνεται στο παράδειγμα:

Σκηνή από το "φοιτητικό" καφενείο, δίπλα στο Πολυτεχνείο, λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Ο καφετζής έχει ακούσει τη λέξη και τα παράγωγά της, "μεταφράζοντάς τα κατά το δοκούν". Σχολιάζει το "εξάπορτο" που έκανα στον αντίπαλο "φράζοντας" τα πούλια του:

Τι βλέπω Μήτσο, φραξιονιστικές ενέργειες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψαρὰς ποὺ ψαρεύει μὲ ἐκρηκτικὰ, συνήθως δυναμίτη.

Ἰδιαίτερα καταστρεπτικὸς, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνος τρὸπος ψαρέματος. Τἰς παλιότερες ἐποχές ἔβλεπε κανεὶς στὰ νησιὰ πολλοὺς ψαράδες μὲ κομμένα χέρια, τοὺς πιὸ "τυχεροὺς". Οἱ ἄτυχοι "ἁναπαύονταν" στὸ κοιμητῆρι τοῦ νησιοῦ, ἐνῶ ἀπὸ κάποιους δὲ βρίσκανε οὔτε κομμάτι γιὰ νὰ θάψουν.

Ξακουστοὶ φουσεκάδες ἦταν οὶ Σπετσιῶτες, ποὺ κρατοῦσαν (κατὰ τὰ λεγόμενά τους) τὴν παράδοση τῶν παλιῶν μπουρλοτιέρηδων! Σχετικὸ τὸ πρῶτο παράδειγμα ποὺ "ψάρεψα" στὸ γούγλη.

Τὰ φουσέκια τὰ φτιάχνανε ἀπὸ δυναμὶτη, ποὺ ἔβρισκαν ἀπὸ τὰ λατομεῖα. Ἀπαραίτητα ἐπίσης ἦταν τὸ καψοῦλι καὶ τὸ βραδύκαυστο φυτίλι, ποὺ τὰ ἔβρισκαν ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ. Ἀργὸτερα "ἐκσυγχρονίστηκαν" κι ἔριχναν μπουκάλες ὑγραερίου, πραγματικὲς βόμβες βυθοῦ, ποὺ "σήκωναν καὶ τὶς πέτρες ἀπὸ τὸν πάτο τῆς θάλασσας".

Ἑτυμολογία: Από το φισέκι > Τουρκ. fişek (αντιδάνειο εκ του φυσίγγιο). Ἀπὸ 'δῶ

Ο Περικλής ο Μπούμπουλης έκανε πολλά καλά στους φουσεκάδες. Τους πιάνανε, τους πηγαίναν στ’Ανάπλι και πήγαινε ο Περικλής και τους έβγαζε. Με τον πατέρα δούλευε ένα παιδί, λιγάκι χαζό που έβγαινε και πουλούσε στα σπίτια. Πάει και στου αστυνόμου, πόσο κάνουν, τόσα. «Γιατί είναι πιο φτηνά;», ρωτά ο αστυνόμος. «Γιατί είναι από φουσέκια» του λέει το παιδί. Κι έπιασε τον πατέρα. ἐδῶ

Τὸ δεύτερο παράδειγμα μοῦ τό 'χουν διηγηθεῖ γιὰ πραγματικὸ. Μπορεῖ ὅμως νά 'ναι καὶ ἀνέκδοτο. Δὲν περιέχει τὴ λέξη ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ.

Στὴν Κατοχὴ ἕνας ρακένδυτος πιτσιρικὰς μάζευε γόπες ἀπὸ τσιγάρα στὸ πεζοδρόμιο. Ὅπως εἶχε σκύψει τοῦ 'φυγε μιὰ πορδὴ. Τότε ὁ καλαμπουρτζῆς τῆς παρέας, ποὺ ἦταν ἀραχτὸς μπροστὰ στὸ καφενεῖο, φώναξε σὲ ἄπταιστη καθαρεύουσα:

"Χωροφύλαξ συλλάβατε τὸν μικρὸν. Ἁλιεύει γόπας διὰ δυναμὶτιδος!"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

"Με την επίσημη ονομασία κωνσταντινάτο, ή κοινώς κωσταντινάτο, φέρεται χρυσό νόμισμα βυζαντινό, ενετικό και κυπριακό, κατά τον Φ. Χάσλουκ, των οποίων ο τύπος μοιάζει με αγιογραφία των Αυτοκρατόρων Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίας Ελένης που ανάμεσά τους φέρεται ο χριστιανικός σταυρός." Από εδώ.

Το κωσταντινάτο, εκτός από την (χρηματική) του αξία έχει και άλλες θαυματουργές ιδιότητες, σύμφωνα με διάφορες λαϊκές δοξασίες (περισσότερα εδώ).

Μεταφορικά αναφέρεται σε πρόσωπα που τους αποδίδεται μεγάλη αξία, όπως στο παράδειγμα που ακολουθεί από το παλιό παιδικό παιχνίδι "γκέο-βαγκέο".

Σας πήραμε, σας πήραμε φλωρί κωσταντινάτο!

Λολοπαικτικώς μπορεί να χαρακτηρίσει καταστάσεις "φλωριάς" ήτοι "γκαίυ-βαγκαίυ".

-Πολύ κουνιέται αυτός. Φλωρί κωσταντινάτο μου φαίνεται!

-Συμφωνώ και επαυξάνω. Είναι και βαρέλι δίχως πάτο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας ακόμη νεολογισμός γιά το facebook, λογοπαικτικός και μάλλον απαξιωτικού χαρακτήρος, όπως υπαινίσσεται το δεύτερο συνθετικό του.

Μ' έχει φάει η κόρη μου να μπώ στο φατσιμπούκι. Εγώ όμως βράχος. Προτιμώ να συναγελάζομαι διαδικτυακώς με ανθρώπους «της ημετέρας Κ.Α.Β.Λ.Α.ς μετέχοντας», ήγουν με λεξίκαυλους. Όχι να βγάζω τα σώψυχά μου στον πάσα ένα, έτσι τουρλού και ως έτυχε.

O tempora o mores (από Khan, 01/04/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά: ο φαροφύλακας.

Μέχρι το μεσοπόλεμο οι περισσότεροι φάροι στον ελληνικό χώρο δεν λειτουργούσαν αυτόματα και απαιτούσαν την παρουσία ειδικού προσωπικού για τη λειτουργία τους. Ήταν οι φαροφύλακες ή φαναριέρηδες στην κοινή γλώσσα. Σήμερα με την αυτοματοποίηση των φάρων έχουν απομείνει ελάχιστοι.

Στο λήμμα ο όρος χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια, προϊόν της αχαλίνωτης φαντασίας του «Στεφάκια» (βλ.κώλο-μουνί και πρατιγάρω) και σημαίνει: κρατάω φανάρι με τη γνωστή σε όλους έννοια: διευκολύνω μιάν ερωτική συνεύρεση.

Πραγματικό περιστατικό, αρχές δεκαετίας του '70.
Ο Στεφάκιας ξεψαρίζει τα δίχτυα και βλέπει έναν γνωστο του, που είχε να τον δει κάμποσα χρόνια. Μετά τα συνηθισμένα «τι κάνεις» και τα σχετικά, τον ρωτάει:
«Τι έγινε την πάντρεψες την κόρη;»
«Όχι ακόμα, την αρραβώνιασα.»
«Α, κατάλαβα. Κάνεις το φαναριέρη!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ἀπαξιωτικὸς χαρακτηρισμὸς, ἀρχικὰ γιὰ σκὰφη (συνώνυμο τοῦ σκυλοπνίχτη) στὴ συνέχεια δὲ καὶ γιὰ ὀχήματα διαφόρων τὺπων, μὲ ἀφορμὴ τὸ πολύνεκρο ναυάγιο τοῦ ὀχηματαγωγοῦ "Ἡράκλειο" κοντὰ στὴν βραχονησίδα Φαλκονέρα στὶς 8/12/1966.

Ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε κατὰ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ '60 καὶ τὴ δεκαετία τοῦ '70 καὶ μετὰ ξεχάστηκε.

Καὶ τὴ λὲς βαπόρι αὺτὴ τὴ φαλκονέρα; Ἐγὼ οὔτε γράμμα δὲ στέλνω.

Γιὰ ἄλλα ὀχήματα βρῆκα αὐτὸ:

Δύο μνημειακά τρόλεϊ, ένα εκ των οποίων μοναδικό στον κόσμο, παραλίγο να δημοπρατηθούν την Τετάρτη για σκραπ, αφού εκ παραδρομής είχαν μπει σε κατάλογο οχημάτων της ΟΣΥ ΑΕ προς εκποίηση.

H ιστορική «Φαλκονέρα», το μοναδικό τρόλεϊ που κατασκευάστηκε στην Ελλάδα, εν ώρα υπηρεσίας

Το πρώτο όχημα, με αριθμό κυκλοφορίας 1127, είναι η διάσημη «Φαλκονέρα», η οποία κατασκευάστηκε το 1967 και κυκλοφόρησε στους δρόμους της Αθήνας, με πλαίσιο Lancia, ηλεκτρικό εξοπλισμό CGE και αμάξωμα ελληνικής κατασκευής Βιαμάξ. Πρόκειται για το μοναδικό τρόλεϊ που παράχθηκε στην Ελλάδα και είναι ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας. ἐδῶ

Βλ. και Φαλκονέρα lines.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεαρός gay, αγροτοποιμενικής καταγωγής (συνων. βλαχοπουστάκι).

Μας ήρθε απ' την Άνω Τραγοπλαγιά και μας το παίζει λόρδος, το τυροπουστάκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία