Μαλ (μαλάκας) + έφας (ελέφας/ελέφαντας).
Συνώνυμο του γκράντε μαλάκα σε light edition.
Συνήθως χρησιμοποιείται απευθυνόμενοι σε φίλο, για να χρυσώσουμε το χάπι.
- Πάνο, να κάνουμε ένα ντου στα μουνιά που κάθονται εδώ δίπλα;
- Τι λες ρε μαλέφα, κοίτα απέναντι εκείνες τις βροντομούνες.