Γέμιση του εδέσματος «μπουγάτσα με κιμά». Μεταφορικά: υποτιμητικός όρος, συνώνυμο του μπουχέσαςμπουχέσας.
-Πού να τα καταφέρει ο μπουγατσοκιμάς ρε, αυτός όλα έτοιμα τα θέλει.
Γέμιση του εδέσματος «μπουγάτσα με κιμά». Μεταφορικά: υποτιμητικός όρος, συνώνυμο του μπουχέσαςμπουχέσας.
-Πού να τα καταφέρει ο μπουγατσοκιμάς ρε, αυτός όλα έτοιμα τα θέλει.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το τηλεχειριστήριο κάποιας συσκευής, π.χ. τηλεόρασης. Χρησιμοποιείται για να «κουμαντάρει» την εκάστοτε συσκευή εξ αποστάσεως.
Φέρε 'δω το τηλεκουμάντο γιατί αυτά που βάζεις δε βλέπονται με τίποτα... Θα κάνω εγώ πρόγραμμα...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.
- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σχετικά: ξυσαρχίδας, καναπές, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουπούκι, μαμκακανανύστας, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνεχής απασχόληση με το σεξ.
Όλη μέρα ο νους του είναι στο καυλομαχητό. Κολλημένη πυξίδα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα και θεομουνία...
Καλά, χθες το βράδυ χτυπήσαμε βόλτα με το Βαγγέλη σε ένα άπαιχτο μαγαζί... σκέτη μουνοπλαγιά σου λέω!!!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Προέρχεται από την λίγδα και το κοκορέτσι. Είναι βρώμα που παρατηρείται στα δόντια ενός ανθρώπου μετά από ανελέητο γλέντι του Πάσχα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο άνδρας που ενώ μαζεύει πολλές γυναίκες κοντά του, τελικά δεν καταφέρνει να κάνει και πολλά, παραμένοντας στην κουβεντούλα, τα χαχανίσματα και όλα αυτά πριν την ουσία.
Σχετικό λήμμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός
- Πώς τις καταφέρνει ο Μάκης ρε φίλε τόσες γυναίκες κάθε φορά;
- Τι καταφέρνει; Τις μαζεύει, τους λέει αστειάκια κι αυτό είναι όλο. Τελικά με το πουλί στο χέρι μένει. Μουνοβοσκός ο Μάκης.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο βλάκας αλλά και μαλάκας.
βλάκας + λακαμάς (μαλάκας στα ποδανά) = βλακαμάς
-Εδώ κάνεις κλικ, όχι εκεί πάνω. Βλακαμά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!