Τεχνική ορολογία των μαστόρων αυτοκινήτων (συνεργειατζήδων).

Προέρχεται από αστοχία στη ρύθμιση του οδοντωτού ιμάντα χρονισμού του κινητήρα, σε σχέση με τα οδοντωτά γρανάζια εκκεντροφόρων και στροφάλου. Ο ιμάντας αυτός έχει μόνο μια σωστή θέση όπου πρέπει να τοποθετηθεί ώστε να λειτουργήσει ο κινητήρας σωστά, αλλιώς σημειώνεται αρρυθμία και δουλεύει λάθος, κοινώς ρετάρει.

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος δεν πάει καλά, το έχει χαμένο.

  1. - Ρε τι έγινε με τον άλλον σήμερα, πήγε να με αρπάξει στα καλά καθούμενα. - Α, καλά άστο, μην ασχολείσαι με αυτόν, πηδάει δόντι.

  2. Πήδηξες δόντι ρε παπάρα;Τι σαματάς είναι αυτός μέρα μεσημέρι;

(από Παπαντώνης, 27/09/11)

Σχετικό: ρετάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαστορική ατάκα παλαιάς κοπής η οποία χρησιμοποιείται ως τα σήμερα στους εν λόγω κύκλους βεβαίως βεβαίως. Συνηθίζεται, πολλές μαστορικές κουβέντες να μην στέκονται κυριολεκτικώς, πλην όμως είναι αποκυήματα προσπάθειας απλοποίησης κυριολεκτικών φράσεων. Η συγκεκριμένη φράση προέρχεται εκ του «δίνω λαβή», δηλαδή κατέληξε, πως όταν κάτι δεν μας δίνει λαβή, δεν μας δίνει «χέρι». Πολλές φορές τέτοιες εκφράσεις δημιουργούνται όταν υπάρχει ζόρι, π.χ. ο μάστορας προσπαθεί να διαχειριστεί κάτι βαρύ η κάτι άβολο και, επάνω στην δύσκολη στιγμή, πετάει την λανθασμένη έκφραση η οποία κατόπιν γίνεται ιδίωμα της μαστορικής κοινότητας.

  1. - Πφφφ! Άστο! Άστο! Να το πιάσουμε από την άλλη γιατί άμα πέσει θα μας σπάσει τα ποδάρια.
    - Γιατί δεν το πιάνεις από κάτω;
    - Από κάτω δεν δίνει χέρι ρε παπάρα!

  2. - Με έφαγε όλο το απόγεμα να ανεβοκατεβάσω σασμάν.
    - Καλά ρε Μπάμπη, τόσες ώρες για έναν συμπλέκτη;
    - Έχει σε ένα κρυφό σημείο κάτι κωλόβιδες και δεν δίνει χέρι καθόλου, στραμπούληξα τα δάχτυλα μου να τις βάλω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία