Αυτός που πιστεύει και υπηρετεί τον πούτο, το μουνί στην κυπριακή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η κυπριακή προφορά της λέξης, που αν προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε γραπτώς θα ήταν κάπως έτσι: πππππουτττόππππιστος.

Συνώνυμα: μουνοείλωτας, μουνόδουλος

- Θα 'ρθεις στου Κώστα το βράδυ; Παίζει ο Θρύλος και έχουμε κανονίσει π. μπ. μπ.
- Δε νομίζω ρε, θα πάμε με την Αννούλα σινεμά, στο καινούριο της Μεγκ Ράιαν…
- Πόσο πουτόπιστος μπορεί να είσαι…

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, χαζομούνης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο περιπλανώμενος αυνανιστής της σύγχρονης Ελλάδας, (γεν.) μαλάκας.

Τι τρομπαδούρος, έχωσε το δάχτυλό του στην αλυσίδα του ποδηλάτου του εν κινήσει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο άντρας που διπλαρώνει γυναίκες, τις περιτριγυρίζει σε κάθε ευκαιρία, γίνεται εξόφθαλμα ενοχλητικός και φορτικός και δεν ξεκολλά απ' αυτές και ποτέ δεν καταφέρνει να κάνει σεξ μαζί τους. Η λέξη αποτελείται απο το ποτέ και το γαμήσι-- αυτός που ποτέ δεν γαμεί.
Ο ποτεγαμήσης έχει παραπλήσια έννοια με τον καληνυχτάκια.

- Κοίτα ρε τον Δημήτρη, πάλι στο μπούρ-μπούρ την έπιασε την Ελένη... Πάλι με το πουλί στο χέρι θα μείνει...!
- Άσε με ρε αυτόν τον βλάκα τον ποτεγαμήση...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκόμενα που της αρέσει να τον παίρνει ολη μέρα...
Λέξη που δημιουργείται απο τα συνθετικά καυλί και θήκη.

-Καλα Μήτσο, η Νένα είναι και γαμώ τα κορίτσια.
-Καλή καυλοθήκη είναι....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.

Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που τον τραβάνε από τη μύτη οι γυναίκες, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση.

- Ρε συ πού εξαφανίστηκε ο Γιώργος τελευταία;
- Άσε, έμπλεξε με μια γκόμενα και έχει χαθεί απ' όλους και απ΄όλα! Μιλάμε για μεγάλο μουνοτρέχα...

Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία