Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Λέγεται κυρίως για άτομα μπουχέσες οι οποίοι κλάνουν μεντολάστιχα σε καθετί που τους τρομάζει ή δεν μπορούν / φοβούνται να το πράξουν, ενώ φαίνονται αρχιδάτοι.

Πορτιέρης σε νυχτερινό κέντρο που του λες γαμώ την μάνα σου και κλαίει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.

- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.

Από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», Τριανταφυλλίδη.

- Πω πω μαλάκα μου, η ομαδάρα φέτος πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Στον κώλο μας θα το βάλουμε το διαρκείας.
- Άσε με ρε, με τις κοπριές που έφερε ο πρόεδρος να παίζουν, θα τελειώσουμε τη σεζόν με το γήπεδο ζούγκλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.

- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.

Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.

Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Μουνόπανο ρε παιδιά, τι σερβιέτα και ευγένειες...

Άντε πηδήξου, μουνόπανο του κερατά!

(από Galadriel, 25/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.

Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!

Βλ. και βρωμόμουνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η νοσοκόμα.

- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία