Τα χρειάζομαι.
Ήταν πολύ γερό το τρακάρισμα... Τα είδα όλα... Ευτυχώς τελικά δεν έπαθα τίποτα...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.
Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).
Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).
1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.
Δες ακόμη χαλιέμαι, αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;, θα σε χαλάσω .
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πεθαίνω, αχρηστεύομαι (για αντικείμενα).
«Και τώρα σας δίνω ένα νέο το οποίο ίσως γνωρίζετε ήδη, ότι αυτός ο άθεος, αυτό το μεγάλο κάθαρμα ο Βολταίρος, τα τίναξε σαν το σκυλί, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, σαν το ζώο - αυτή είναι η ανταμοιβή του!». (Μότσαρτ, απο το Βήμα)
Από την έκφραση τινάζω τα πέταλα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.
- Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.
- Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Την γαμήσαμε + την κάτσαμε τη βάρκα.
Δηλώνει ύψιστη αποτυχία και καταστροφή που έχει προκληθεί όταν κάτι δεν πάει καλά ή κάποιο σχέδιο δεν πραγματοποιείται και έχει δυσάρεστες συνέπειες.
Αν δε μας κάτσει έτσι όπως σου λέω, πάει... Τη γαμήσαμε τη βάρκα..!
Είχαν ξεκινήσει όλα ωραία και καλά... Μετά άρχισαν οι τσακωμοί, οι παρεξηγήσεις... Ε στο τέλος πάει, τη γαμήσαμε τη βάρκα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο, το λέω το ποίημα.
- Πρόσεχε θα πέσεις!
- Μη φοβάσαι, τό 'χω.
- Πώς σου φαίνεται το σκορ μου;
- Σσσσωραίος!! Τό 'χεις παιδί μου!!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αφήνω κλανιά.
Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.
Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;
Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...
Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!
Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.
Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!
— Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
— Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;
Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!