Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...
Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Φάση, κατάσταση.
Ελάτε κι εσείς να γίνει ωραίο μουχαμπέτι!
Δες και μαμπέτι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που κάνει μια μαλακία και μετά το παίζει Αλέκος.
-Ενώ είχαμε κανονίσει μαζί, δεν ήρθε, και μετά από μία ώρα τον είδα με τη Σούλα, κι έκανε ότι δεν με είδε. Κατάλαβες, ο μαλέκος;!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άσχημη γυναίκα, πατσαβούρα.
- Και τη βλέπω χωρίς μακιγιάζ και παθαίνω! Η Πάτσα και η Βούρα μαζί σου λέω!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κρύος, χτυπητός καφές, το εθνικό ρόφημα του Ελληναρά. Φράπα, φραπεδούμπα, φραπόγαλο, φραπές.
- Πήγαμε στην καφετέρια κι αράξαμε 6-7 ώρες...
- Καλά, και τι κάνατε τόσες ώρες σε μια καφετέρια;
- Ε, πίναμε φραπεδιόλες και λέγαμε μαλακίες...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο πιο χάλιας, αντίθετο του «καλύτερος».
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.
Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.
Βλ. και κλάνω πετούγιες
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».
- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Οπωσδήποτε, αλλά πρέπει να είσαι τσαχπίνης για να το πεις. Γράφεται και «όπως + δήποτε».
- Λέγε, θα πάμε το βράδυ;
- Ναι ρε είπαμε. Όπως και δήποτε!
Δες και σωποδήποτε και διαχωριστικό και.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άσχημη γυναίκα, μπάζο.
-Μία που ανοίγουν τα φώτα, μία που βλέπω τι μπαζούκας ήταν, και μία που την κάνω με ελαφρά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!