Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά.

Ντορός = χνάρι από μυρωδιά.

Τι θα πει ρε φίλε το παιδί δε σου μοιάζει, αφού τόσες φορές την έπιασες να τηλεφωνιέται με άλλον. Τον λύκο τον βλέπεις, τον ντορό του γυρεύεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία