Ζέλωμα αποκαλείται η πράξη του να βάζει κανείς ζελέ στα μαλλιά και το αποτέλεσμα αυτής. Πρόσφατη δημιουργία από το ζελέ και το παραγωγικό επίθεμα -ώμα.

Το ζελέ (άλλοι τύποι ο ζελές, η γέλη, το τζελ) προέρχεται από το γαλλικό gelée, geler (παγώνω, λατινικά gelare). Το -ωμα δηλώνει συνήθως την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας ρημάτων σε -ώνω. Συνεπώς, ο αδόκιμός κρίκος / ρήμα θα ήταν -ζελώνω.

- Στέγνωμα και ζέλωμα!
(νεαρός κουρέας επί το έργον)

Βλ. και τζελαρισμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία