Συνώνυμο της υπερβολικής, μακροχρόνιας έκθεσης ή συμμετοχής σε ειδικές εμπειρίες ή συνθήκες, όπως μια επαναλαμβανόμενη επίπονη δραστηριότητα, οι δυσκολίες ενός επαγγέλματος, οι αντιξοότητες που αντιμετωπίζουμε κ.α.

Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ότι έχουμε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία επάνω σε κάτι που μάλλον δεν το κάνουμε με την ευχαρίστησή μας και που μας έχει πια μπουχτίσει.

  1. Έχει φάει με το κουτάλι όλα τα γήπεδα της επαρχίας, αγωνιζόμενος για 15 χρόνια με την Αναγέννηση Καρδίτσας.

  2. Αν νομίζεις ότι για να αναρριχηθείς στη διδακτική βαθμίδα των ελληνικών ΑΕΙ, πρέπει πρώτα να φας με το κουτάλι τα αμφιθέατρα, κάνεις μεγάλο λάθος. Ισχυρά κονέ ή ακόμη καλύτερα, οικογενειακή συγγένεια είναι τα μαστ του επιτυχημένου αλεξιπτωτιστή.

  3. Τις έχω φάει με το κουτάλι τις στροφές του Χολομώντα, τόσα χρόνια πια που μαζεύω γάλα από τις φάρμες της Χαλκιδικής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία