Από την λειτουργία επανεκκίνησης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στην οποία συχνά καταφεύγουμε όταν κάτι δεν πάει καλά, για να ξεκουράσουμε τον υπολογιστήρα.
Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο αλληλεπικαλυπτόμενες σημασίες:
Όταν κάποιος έχει ανάγκη από ξεκούραση γιατί έχει πιξελιάσει το μουνί του. Συνώνυμο του γεμίζω μπαταρίες.
Όταν κάποιος δεν πάει καλά, και τότε ο φίλος τον συμβουλεύει να κάνει επανεκκίνηση, δηλ. κάτι σαν σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα ή πάρ' το αλλιώς, ή αν το πρόβλημα είναι μεγάλο μια ριζικότερη αλλαγή ζωής.
Σχετικά τα: αρντάν ζωή και κίνηση, ή μια επανεκκίνηση; και πατάω refresh.
- Αχ, έτσι, έφυγα το πουσουκού με την τζιπούρα για Αράχωβα κι έκανα ριστάρτ. Πάμε πάλι στη δουλειά από την Δευτέρα.
- Δεν μου τα λες καλά που θα γυρίσεις στην μακαρίτισσα. Χρειάζεσαι restart άμεσα!