Αυτός που χαλάει τη σάλτσα. Μπορεί να την χαλάσει «κόβοντάς» την, αραιώνοντάς την με παραπάνω νερό απ' όσο πρέπει, ρίχνοντας πάρα πολύ αλάτι, κλπ. Δεν μας ενδιαφέρει πώς θα την χαλάσει όμως. Μας ενδιαφέρει κυρίως το τι σκατά σάλτσα είναι αυτή και ωσεκτουτού πόση σημασία έχει αν θα χαλάσει.

Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις σάλτσας:

α. σάλτσα = μπούρδα, κάτι το περιττό, διακοσμητικό, επουσιώδες. Πρόκειται δηλαδή για τη σάλτσα που δεν είναι απολύτως απαραίτητη για ένα έδεσμα. Θα μπορούσαμε να το φάμε και σκέτο στην ανάγκη. Πχ. μπιφτέκι στη σχάρα σκέτο, χωρίς σως ροκφόρ.

Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω άτομο χαλάει κάτι που δεν είναι άξιο λόγου, άρα και η όλη του ενασχόληση και στάση απέναντι σε αυτό είναι επίσης ανάξια λόγου.

Άρα ο σαλτσοχαλαστής είναι εδώ κάποιος που κάνει σαματά για κάτι που δεν ενδιαφέρει.

β. σάλτσα = διακόσμηση, περιτύλιγμα, ωραιοποίηση, πρόσχημα, βοήθημα. Η σάλτσα αυτή δεν αποτελεί μεν το κυρίως φαγητό (αυτό που καλούμαστε όπως και δήποτε να φάμε), αλλά βοηθάει να το καταπιούμε. Είναι η συνηθέστερη μορφή σάλτσας. Το νέτο σκέτο έδεσμα (πχ. σκέτο το μακαρόνι, σκέτη η πριτσόλα, σκέτο το πσάρι) συνήθως ΔΕΝ τρώγεται (είναι αηδία, κολλάει στον λαιμό, μποχάει κλπκλπ).

Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, ο σαλτσοχαλαστής καθιστά ανάντεχα στρέιτ τη μπουκιά μας, μας αποκαλύπτει δηλαδή μια ουσία, μια βάση, την οποία δεν μπορούμε να δεχτούμε καθόλου εύκολα.

Και πάλι ο ρόλος του σαλτσοχαλαστή είναι σχετικός: το ότι ξεσκεπάζει την ουσία της μπουκιάς, σημαίνει πως: ι. ξεσκεπάζει κάτι βρωμερό -και πιθανόν επικίνδυνο- που καλώς δεν θα φάμε τελικά, ή
ιι. ξεσκεπάζει κάτι το ωφέλιμο το οποίο, τελικά, κακώς κάκιστα δεν θα φάμε.

Η αλήθεια τείνει προς το ιι, καθότι ξέρουμε καλά πως το βρωμερό κι επικίνδυνο μπορεί να μας αποκαλυφθεί εγκαίρως παρά τη σάλτσα, ενώ ό,τι μας ωφελεί πραγματικά δεν είναι από μόνο του προκλητικό...

γ. σάλτσα = πεμπτουσία. Η σάλτσα αυτή βγαίνει από τα εκχυλίσματα της βασικής τροφής και περιέχει συμπυκνωμένη τη νοστιμιά της και την θρεπτική της αξία.

Εδώ ο σαλτσοχαλαστής καταστρέφει το ουσιώδες, και τελεία και παύλα.

Όλ' αυτά υπόκεινται με τη σειρά τους στην υποκειμενική μας κρίση για τη σάλτσα. Δηλαδή κάποιος μπορεί να θεωρεί μια σάλτσα ουσιώδη, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ό,τι επουσιωδέστερο -και πάει λέγοντας, κάντε τους συνδυασμούς αυτούς μόνοι σας τώρα.

Συμπέρασμα: κανένα. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το.

===
Σ.σ.: τη λέξη συνάντησα σε κείμενο (μετάφραση) του Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος πολύ την αγαπάει. Δεν την έχω ξανακούσει, αλλά επαΐοντες σαν τον Σάραντ ή τον Χότζα ή τον Μπέτα ή το έρμο το Πονηρό που το έφαγε η μαύρη μαρμάγκα μπορούν πιθανόν να με βοηθήσουν να συμπληρώσω τον ορισμό ή το παράδειγμα.

Θ' ανάψει η ρουκέτα και ίσως να μην προφτάσει να καεί ολόκληρη. Κάτι τέτοιους σαλτσοχαλαστές ο λαός ούτε θέλει να τους ακούσει προς το παρόν.

(από τους Αδελφούς Καραμάζοβ, μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία