Σλανγκάζ του κλασικού ουστ, τουτατέστιν: ξεκούμπα, ξεπαρεού.

Τζιμπήσαμε την ρίζα ούστ από τους γαλλαίους (oust) που την τζιμπήσανε από τους λατίνους (obstare) που με την σειρά τους την λεηλάτησαν από τους αρχαίους ημών (ἵστημι), μη χέσω. Είναι ασαφές εάν η μετάλλαξη του ούστ σε ούρτ αποτελεί random εγκεφαλοκλάνι ή εάν συνετέθη επί τουτού από αστειάτορες μαοϊστές ή λοιπούστηδες σλάνγκους. Όπως μας πληροφορεί ιουρασικός σύσλανγκος, το λήμμαν εκφέρεται τουλάστιχον από τα ογδόνταζ -- συνήθως, σε συνδυασμό με (β)ρε ή μωρή.

Βλ. επίσης: ούρτ τακ τακ Μογγόλε.

Πάσα από δουπού: gihaza.

- Ουρτ, μωρή παρθενώπη! (εδώ)

- Ουρτ ποντικοί..Ουρτ και στις οχιές τις διμούτσουνες..
(εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία