Μια ειδική λέξη από Χανιά Κρήτης, ενδεχομένως τώρα πια απαντά μόνο σε θύλακες ζωντανών γλωσσικών απολιθωμάτων της πόλης μέσα. Σημαίνει κολλητός, με τις ίδιες συνδηλώσεις (δηλαδή, το φίλο που τον έχει κανείς στην πιο διακεκριμένη θέση και με τον οποίο έχει κάνει διάφορα και έχει περάσει διάφορα, αυτά τα διάφορα που κάνουν τις καλές και δυνατές φιλίες).

Δε μπορώ να βρω στα λεξικά και στα ίντερνετς από που προέρχεται η λέξη. Στα αρβανίτικα bari βρίσκω να σημαίνει «βοσκός», εξ ου και το αρκετά συνηθισμένο επώνυμο. Αλλά μισό λεπτό, γιατί, πώς, τι σχέση έχει αυτό; Από την άλλη στα τούρκικα βρίσκω ότι birader σημαίνει «αδερφός», αλλά και αυτό μου φαίνεται άσχετο. Άσε που συνάντησα στα απομνημονεύματα ενός δύσμοιρου δασκάλου που είχε διοριστεί στα Σφακιά στις αρχές του αιώνα ρήμα «μπαρίζομαι» που σήμαινε «συμφιλιώνομαι με κάποιον». Άρα, δεν μου φαίνεται και πολύ σόι να ψάξω προς λέξεις που να σημαίνουν αδερφωχτός και τα τοιαύτα, γιατί «μπαρίζομαι» σημαίνει κάτι πιο λάιτ (και όταν θέλει κάποιος να τονίσει ότι πρόκειται για ΤΟΝ κολλητό του, λέει με έμφαση «ο μπαρής ΜΟΥ». Στα ιταλικά πάλι βρίσκω τη λέξη bari να σημαίνει κάτι που να έχει σχέση με απάτη και χαρτοπαιξία, δε μου ταιριάζει απευθείας.

Θα μπορούσα να γίνω και περισσότερο κουραστικός και ίσως και περισσότερο άστοχος. Γνωρίζει κανείς Αίνοι αηδίας;

- Ο Μανώλης; Αυτός είναι ο μπαρής του.
- Α, ώστε έτσι εξηγείται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία