Ρήμα κλειδί της ντούρας λιάρντας, συνώνυμο του αβέλω, το οποίο παίρνει το νόημά του βασικά από τα συμφραζόμενα και μπορεί να σημαίνει διάφορα όπως θέλω, επιθυμώ, γουστάρω, κάνω, έχω, δίνω κ.ά. Μάλλον πρόκειται για τροπή του αβέλω, το οποίο, όπως επεσήμανε το Πονηρόσκυλο εδώ, προέρχεται από τη ρομανί, από το avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω.

Καλιαρντοσύνες:
Αβέλεις, αβέλω,
βουέλεις, βουέλω,
βουέλουμε μπουτ μουσαντά, τζινάβεις, τζινάβω,
μπενάβεις, μπενάβω,
μπενάβουμε στα καλιαρντά.

(από Khan, 06/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε