Σχετικοασχέτως με τους άλλους ορισμούς, στην σεξοσλάνγκ κομοδίνο λέγεται η/ο υπερβολικά παθητική/ος ερωμένη/ος, το έπιπλο. Είναι πολύ διαδεδομένο στην μπουρδελοσλάνγκ.

Ήταν μέτρια ή για την ακρίβεια ένα πολύ πρόθυμο κομοδίνο.

Κομοδίνο ΙΚΕΑ. (από Khan, 05/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διακριτικό σεξ, κρυφό γαμήσι.

Αναφέρεται σε πλάνα ελληνικών φωσκολικών ταινιών αλλά και άλλων μέγιστων σκηνοθετών του τέλους του προηγούμενου αιώνα, όπου η κάμερα διακριτικά πριν το χώσιμο γύριζε πλάνο στο κομοδίνο με το αμπαζούρ.

- Έσμπρωξες χθες ρε λέα το Λενιώ;
- Αμή...
- Πού παιδί;
- Αρδηττό.
- Η χαρά του ματάκια!
- Τσ... κομοδίνο με καμπαρτίνα.

στο βάθος, κάτω από το αμπαζούρ, το κομοδίνο... (από BuBis, 08/07/09)Σκηνή σεχ τύπου τραίνο- πυροτέχνημα και όχι κομοδίνο (από Khan, 26/01/12)(από jesus, 26/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αποβλακωμένος, άνθρωπος σε φυτική κατάσταση, που η ύπαρξή του είναι καθαρά διακοσμητική ή χρηστική μόνο για τους άλλους. Συχνά χρησιμοποιείται για εξαρτημένους που έχουν καταλήξει φυτά από την σκληρή χρήση.

- Φίλε, έχεις ένα κατοστάρικο;
- Έχουμε αλλάξει νόμισμα ρε κομοδίνο, δεν τό 'χεις πάρει χαμπάρι; Άιντε... Κοκό-ζαπρέ και άγιος ο Θεός!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία