Τρελαίνομαι, σαλτάρω, με μαζεύουν για τρελάδικο.
Άσε φίλε, τον Τάκη τον χώρισε η δικιά του από το τηλέφωνο. Πριν ένα μήνα μπήκε φαντάρος. Δεν κόβω να την παλεύει το παλληκάρι, θα βαρέσει μπιραλάχ ή θα πάει να φουντάρει.
Τρελαίνομαι, σαλτάρω, με μαζεύουν για τρελάδικο.
Άσε φίλε, τον Τάκη τον χώρισε η δικιά του από το τηλέφωνο. Πριν ένα μήνα μπήκε φαντάρος. Δεν κόβω να την παλεύει το παλληκάρι, θα βαρέσει μπιραλάχ ή θα πάει να φουντάρει.
Δες και βαράω διάλυση, βαράω μπιέλα. Ακόμη: βαράω, μπιρ αλλάχ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!