Λέξη ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. pappardelle, πληθ., τύπος ζυμαρικού ] που περιγράφει τα κούφια λόγια, την φλυαρία και τις ανοησίες.

Στα νεοελληνικά πιθανότατα η πιο κοντινή έκφραση είναι οι αρχιδιές ή παπαριές.

- Ρε, ο γείτονας στη Χαλκιδική είναι μεγάλο λαμόγιο. Μόλις πήρα γραμμή ότι παίρνει νερό από εμάς και τού ζήτησα εξηγήσεις, άρχισε να μού πετάει κάτι άκυρες παπαρδέλες. Είσαι που είσαι πονηρός, τουλάχιστον να φανείς άνδρας και να ζητήσεις συγγνώμη, γαμώτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία